Saturday, 18 May 2019

Ο Μαστρανώνης - Φώτη Εμμ. Στρογγύλη


Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Εμμ. Στρογγύλη

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΑΣΗΜΩΝ ΑΝΔΡΩΝ


(Σκοπελιανές Ιστορίες)

Ο Μαστραντώνης ήταν ένας από τους πολλούς τσαγκαράδες του χωριού μας. Λέγω πολλούς γιατί πράγματι ήταν πολλοί. Βλέπετε εκείνα τα χρόνια (προ του 1950) στα χωριά μας δεν υπήρχαν έτοιμα παπούτσια κι οι ντόπιοι τσαγκαράδες έφτιαχναν και καινούργια για όλους μας. Έπειτα, τότε περπατούσαμε όλοι πολύ. Δρόμοι δεν υπήρχαν και μάλιστα με άσφαλτο. Εκτός από τον καροτσόδρομο του Περάματος και τον άλλον του Πλωμαρίου- Μυτιλήνης οι υπόλοιποι δρόμοι ήταν, του μεν χωριού ντουσεμέδες των δε εξοχών και του κάμπου, στενοί χωματόδρομοι και μονοπάτια. Κι αν το πρωί πηγαίναμε στα κτήματα καβάλα στο γάϊδαρο, το βράδυ γυρίζαμε με τα πόδια γιατί τον γάϊδαρο το φορτώναμε εληές ή ξύλα ή κλαδιά. Αλλά και στο γάϊδαρο καβαλίκευε ο μεγαλύτερος της οικογενείας. Οι υπόλοιποι ποδαρόδρομο.
Έτσι παλιώναμε πολλά παπούτσια. Κι οι τσαγκαράδες κάθε τόσο τα περνούσαν σόλες και τακούνια και έβαζαν και καρφιά πάνω στις σόλες για να κρατήσουν περισσότερο. Τα μπάλωναν ακόμη και απ το πάνω μέρος. Γι αυτό όλοι τους είχαν πολλές δουλειές και καλό εισόδημα κι ήταν από τις ευπορότερες τάξεις του χωριού. Όλοι τους καλοί νοικοκυραίοι. Ας είναι. Ήταν λοιπόν ο Μαστραντώνης ένας από τους τσαγκαράδες του χωριού. Κατάγετο από την Σμύρνη κι είχε έλθει πρόσφυγας με την οικογένεια του.
Μετρίου αναστήματος, με λεπτό αλλά γεροδεμένο σώμα, δεν είχε τίποτε το εντυπωσιακό. Το πρόσωπο του κοκαλιάρικο με κάπως μεγάλη μύτη κοκαλιάρικη κι αυτή, συμμετρική όμως, ευθεία. Το μουστάκι του, πυρόξανθο και παχύ, εξείχε απ τις άκρες του προσώπου του και κατέληγε στριφτό λεβέντικο. Ο Μαστραντώνης όμως είχε άλλες χάρες και ξεχώριζε απ τους άλλους συγχωριανούς μας. Πρώτα- πρώτα μιλούσε σμυρναίϊκα. Δηλαδή δεν έτρωγε, σαν εμάς, τα φωνήεντα. Εκτός όμως απ’ αυτό είχε μεγάλη ευφράδεια. Μιλούσε με ωραίο και σωστό συντακτικό (που θα το ζήλευαν πολλοί σημερινοί άνθρωποι των γραμμάτων) χωρίς ααα και ουουου ή διαλείμματα ή κενά μικρής ή μεγάλης διάρκειας. Κι η φωνή του ζεστή κι αρμονική, πρόσφερε σ’όποιον τον άκουγε μια ξεχωριστή απόλαυση. Όταν διηγιόταν κάποια γεγονότα που έλεγε πως τα έζησε ο ίδιος, όλοι έτρεχαν να τον ακούσουν. Τις περισσότερες φορές τα λόγια του ήταν σκωπτικά. Δεν κατηγορούσε κανέναν αλλά τον έλεγχε με χιούμορ και με ειρωνεία. Ποτέ δεν γελούσε. Δεν τον είχα δει ποτέ να γελάει. Τελείωνε την ομιλία του ή το κωμικό μέρος αυτής ανέκφραστος ενώ οι άλλοι ξεσπούσαν σε γέλια κι επιδοκιμασίες.
Την ώρα που εργαζόταν φορούσε ρούχα παλιά και μια τραγιάσκα στο κεφάλι. Το βράδυ όμως όταν έκλεινε το μαγαζί του και πήγαινε στο καφενείο έβαζε επίσημο κουστούμι, κι αν ήταν χειμώνας έριχνε στις πλάτες του ένα παλτό χοντρό και φορούσε ρεμπούμπλικο. Πολύ κομψός και επίσημος.
Το χόμπυ του ή μάλλον το πάθος του ήταν το τάβλι. Εθεωρείτο ο καλλίτερος ταβλιαδόρος του χωριού. Έπαιζε με πολλή τέχνη, με αυτοκυριαρχία, με ψυχραιμία. Ήρεμος και ατάραχος εδέχετο τις αναποδιές του ζαριού και ούτε πανηγύριζε στην καλή ζαριά ούτε παραπονιόταν στην κακή. Κι είτε έχανε, είτε κέρδιζε την παρτίδα δεν έλεγε λέξη. Έκλεινε το τάβλι, άνοιγε το πακέτο τα τσιγάρα, άναβε ένα τσιγάρο και το κάπνιζε με πάθος. Ούτε σχόλια και ειρωνείες αν κέρδιζε, ούτε δικαιολογίες αν έχανε. Οι άλλοι όμως που παρακολουθούσαν την παρτίδα χαλούσαν τον κόσμο με τις κριτικές τους. Και δεν ήσαν λίγοι. Όποτε έπαιζε τάβλι ο Μαστραντώνης γέμιζαν οι καρέκλες γύρω του ενώ άλλοι τόσοι παρακολουθούσαν όρθιοι. Έναν τέτοιον άνθρωπο δεν μπορούσαν οι συγχωριανοί μου να μην τον εκμεταλλευτούν. Δηλαδή να τον χρησιμοποιήσουν για την ψυχαγωγία τους, όπως γινόταν και με όλους γενικώς.
Δεν υπήρχε τηλεόραση, ούτε κινηματογράφος, ούτε ραδιόφωνο. (εδώ μιλώ για την προ του 1940 περίοδο) Μονάχα όποτε ερχόταν ο Στρατηγός με τον θίασο του-τότε υπήρχε θέατρο τον χειμώνα στα χωριά μας.
Γι αυτό πείραζε ο ένας τον άλλον, κάνανε φάρσες μεταξύ τους και προκαλούσαν κωμικά επεισόδια για να σπάει η ρουτίνα κι η μονοτονία της ζωής του χωριού. Όσο δε ποιό πικάντικη ήταν η φάρσα τόσο και ποιο διασκεδαστική θα ήταν κι η αντίδραση. Φυσικά αυτά γι αυτούς που τα σήκωναν και τα δεχόταν και είχαν και οικειότητα μεταξύ των, γιατί αλλιώς θα γινόταν το αντίθετο. Καυγάδες, δικαστήρια κι άλλα πολλά.
Τον Μαστραντώνης λοιπόν προσπαθούσαν οι πολύ φίλοι του να τον προκαλούν με αθώο αλλά πονηρό τρόπο για να τον κάνουν να αντιδρά με τον γνωστό του σκωπτικό και σατυρικό λόγο.
Θα αναφέρω τρεις τέτοιες περιπτώσεις που κι είναι διασκεδαστικές και έχουν αρκετό χιούμορ. Πριν όμως απ αυτές να ιστορίσω και μια δική μου εμπειρία που με έκανε να γνωρίσω από κοντά τον Μαστραντώνη και να σχηματίσω την γνώμη μου γι αυτόν.

Είχε τελειώσει πριν λίγους μήνες ο πόλεμος αλλά οι συνέπειες του ακόμη δεν είχαν επουλωθεί. Άλλωστε αυτό κράτησε χρόνια.
Έτσι για να πάμε στη Μυτιλήνη έπρεπε να κατεβούμε με τα πόδια στο Πέραμα, να περάσουμε στη Κουντουριδιά με τη βάρκα ή στο Ακόθ αν ο καιρός ήταν καλός. Οι βάρκες ήταν τότε μικρές και πήγαιναν μόνο με το πανί. Τα αυτοκίνητα είχαν πάει στην Αλβανία και δεν ξαναγύρισαν.
Υπήρχε όμως μια περίπτωση να πάει κανείς στην Μυτιλήνη ξεκούραστα και ανέξοδα. Ερχόταν τότε στα χωριά αυτοκίνητα φορτηγά των άγγλων που φέρναν τρόφιμα για διανομή. Κι υπήρχε εντολή να παίρνουν μέχρι 4 άτομα δωρεάν για τη Μυτιλήνη. Μαθαίναμε λοιπόν απ’ το γραφείο της κοινότητας πότε θα έρθουν τέτοια αυτοκίνητα και προγραμματίζαμε το ταξίδι. Γιατί τότε ήταν ταξίδι να πας το πρωί στη Μυτιλήνη και να γυρίσεις το απόγευμα. Όσοι σε έβλεπαν όταν γύριζες σου ’λέγαν
«καλώς –όρισες». Είχα μάθει κάποιο βράδυ ότι την άλλη μέρα θα πήγαιναν στα χωριά του Πλωμαρίου απ’ αυτά τα αυτοκίνητα και πρωί- πρωί κατέβηκα στο
Παπάδο για να προσπαθήσω να πάγω στη Μυτιλήνη μ’ αυτά. Εκεί είδα μπροστά στο Σπλέντιτ γύρω στα 20 άτομα να περιμένουν. Μερικοί απ αυτούς μάλιστα είχαν και πολλά πράγματα μαζί τους. Δοχεία λάδι, μπόγους κ.λπ.
Πράγματι πέρασαν αυτοκίνητα αλλά μόνον δύο. Τότε σκέφθηκα πως θα γινόταν ανταγωνισμός ποιός θα προλάβει και θα πρωτοαναιβεί σ αυτά. Είδα μέσα σ αυτούς που περίμεναν και τον Μαστραντώνη. Τον φωνάζω μακριά απ’ τους άλλους και του λέγω «είναι αμφίβολο αν θα προλάβουμε να είμαστε μέσα στους 8 τυχερούς γι αυτό προτείνω να πάμε στο Ντουραχάνι κρυφά απ τους άλλους να σταματήσουμε εκεί τα αυτοκίνητα να μας πάρουν». Το βρήκε σωστό και έξυπνο και λίγο πονηρά ξεκινήσαμε για το Ντουραχάνι, δήθεν πως κάνουμε βόλτες.
Άμα φθάσαμε εκεί σκεφθήκαμε πως θα ναι καλλίτερα να πάμε προς το γεφύρι στο δρόμο του Σκοπέλου. Πράγματι πήγαμε και καθίσαμε εκεί και περιμέναμε.
Στο διάστημα αυτό μούλεγε διάφορες ιστορίες απ τη ζωή του. Μετά μια περίπου ώρα γύριζαν άδεια τα δύο αυτοκίνητα. Τους κάναμε σινιάλο με τα χέρια και φωνάζαμε να σταθούν αλλ’ αυτοί είχαν πατήσει γκάζι νανεβούν την ανηφορίτσα του γεφυριού και πέρασαν γρήγορα από μπροστά μας χωρίς να σταματήσουν. Τρέξαμε λίγο από πίσω μέχρι το εργοστάσιο αλλά δεν έγινε τίποτε. Δεν σταμάτησαν. Τότε αποφασίσαμε να πάμε στη Μυτιλήνη μέσω Περάματος περπατώντας. Ξεκινήσαμε και σ’ όλο το δρόμο μου διηγιόταν περιπέτειες της ζωής του.
Ήταν μου’πε αντάρτης στο Τσάκιτζη, αντάρτης με τον Παύλο Μελά στη Μακεδονία, πήγε στην Αμερική για μερικά χρόνια και εκεί είδε τους γαϊδάρους να τους έχουν στα μουσεία (!) Μου είπε ότι γνώρισε τον Θεόφιλο Καΐρη που ήταν όπως μου είπε ένα καλογεράκι πολύ μορφωμένο, αλλά τα έφτιαξε με μια γυναίκα και τον τιμώρησαν οι δεσποτάδες και τον έριξαν σ ένα λάκκο με ασβέστη και εκεί τον σκέπασαν.
Κι άλλα που έδειχναν ότι δεν ήταν μορφωμένος και όσα ήξερε εκτός απ αυτά που έζησε τα είχε ακούσει απ άλλους, οι οποίοι τα διαστρέβλωναν. Μπορεί κι ο ίδιος να τα ανακάτευε μες το μυαλό του. Όμως το σημαντικό είναι αυτό που μου είπε για τον εαυτό του και που έχει αξία σαν ατομικό του γεγονός και σαν ένα διαιωνιζόμενο πρόβλημα του ανθρώπου.
Όταν του ζήτησα να με συγχωρέσει για την πολλή μου «εξυπνάδα» που τον παρέσυρε και κείνον και καταλήξαμε να πάμε με τα πόδια στη Μυτιλήνη μου είπε «Μη στεναχωριέσαι η σκέψη σου ήταν σωστή, αλλά να ξέρεις πως στη ζωή δεν στέφονται με επιτυχία ούτε οι καλές ούτε οι λογικές σκέψεις και προθέσεις. Πολλές φορές ενάντια στη λογική, επιτυγχάνουν οι κουτές και οι παράλογες.
Και να τι έπαθα εγώ όταν ενήργησα με τη λογική.
Ήμουν στο Γ΄ Σώμα του στρατηγού Ν. Τρικούπη όταν έσπασε τον Αύγουστο του’22 το μέτωπο στη Μ. Ασία. Μας έπιασαν οι τούρκοι αιχμάλωτους και μας είχαν σε ένα στρατόπεδο έξω απ το Αϊδίνι.
Ένα μεσημέρι, αφού πήραμε το συσσίτιο, ο τσαούσης μας είπε: Όσοι από σας είναι μικρασιάτες κι έχετε μάθει για τις οικογένειες σας που έφυγαν στην Ελλάδα πού βρίσκονται να έλθετε στο γραφείο αφού φάτε, να το δηλώσετε. Εγώ αφού έφαγα, πήγα κάτω από ένα δενδράκι, έβγαλα το δίκοχο, το έβαλα πλάϊ μου κι άρχισα να σκέπτομαι. Ο τσαούσης μας ρώτησε αν ξέρουμε πού πήγαν οι οικογένειες μας. Γιατί ρωτάει; Αυτός είναι τούρκος, είναι εχθρός μας, δεν θέλει το καλό μας. Μήπως θέλει να μάθει αν έχουμε κάποιον σύνδεσμο και μας φέρνει ειδήσεις ή μήπως ψάχνουν για κατασκόπους και κάτι τέτοια. Δεν πρέπει να πάγω να πω τίποτα, αν και είχα μάθει από κάποιους νέους αιχμαλώτους που φέραν απ’ τη Σμύρνη, πως οι δικοί μου φύγαν μ ένα καΐκι για τη Μυτιλήνη. Δεν πήγα λοιπόν να δηλώσω τίποτε.
Είδα κάτι άλλα παιδιά που πήγαν και δήλωσαν. Το πρωί μετά το ρόφημα βγήκε ο τσαούσης και είπε «όσοι από σας δήλωσαν χθες πως ξέρουν πού πήγαν οι οικογένειες τους να έρθουν εδώ μπροστά.» Βγήκαν πράγματι αρκετοί. Τους είδα και τους λυπήθηκα. Πάνε, σκέφθηκα, χαμένοι. Τι ξύλο που θα φάνε για να μαρτυρήσουν το από πού έμαθαν κ.λ.π.
Όμως ο τσαούσης, τους είπε. «Πηγαίνετε ετοιμάστε τα πράγματα σας γιατί σε μια ώρα θα φύγετε για τη Σμύρνη απ’ όπου θα σας στείλουν στις οικογένειες σας»
Έτσι αυτοί έφυγαν και εμάς μας μετέφεραν στην Αλεξανδρέτα κοντά στη Συρία σε άλλο στρατόπεδο όπου μείναμε δύο περίπου χρόνια και ανταλλαγήκαμε μετά την συνθήκη της Λωζάνης, το 1924.
Γι αυτό μην στεναχωριέσαι. Το σημερινό μας πάθημα ήταν πολύ μικρό μπροστά σε κείνο.
Η συνέχεια στο επόμενο φύλλο...