Tuesday, 20 October 2020

Ο Μιναρές - του Μίλτου Κουντουρά και η λογική της καρδιάς


Σκόπελος, δεκαετία '30 μικρό απόσπασμα φωτογραφίας από κάρτ ποστάλ του Παναγιώτη Κεμερλή

Ο Μίλτος Κουντουράς

Άκουσα ένα τραγούδι μακρόσυρτο και θλιβερό απόψε που ετάραξε την ψυχή μου. Η νύχτα ήτανε γαλήνια και το κολοβωμένο φεγγάρι ακόμη δεν είχε βγει να φέρει τη μυστική ανησυχία, να ταράξει και να εξαφανίσει τ’άστρα που ανύποπτα τώρα έβλεπαν άπληστα τη γη και διηγιόνταν ανάμεσό του παλιές ιστορίες. Την ψυχή μου που αρκετή ώρα την εβύθιζε σε ακατάληπτη αποχαύνωση ο μονότονος ήχος του ρολογιού και ο πένθιμος μα γλυκειός τόνος της κουκουβάγιας και δεν κατόρθωνε να τηνε ξυπνήσει το μακρινό ούρλιασμα κάπιου σκύλου ή καμιάς πόρτας μακρυά το γοερό ανοιγοκλείσιμο – την ψυχή μου απόψε ετάραξε το μακρόσυρτο και θλιβερό ανατολίτικο τραγούδι που μου θύμισε την παλιά, την παλιά, τη γνώριμη και για πάντα χαμένη μελωδία του μουεζίνη.
          Αχ, όμορφο και γλυκό τραγούδι του μουεζίνη, που ακούοντας το σκοπό που γεννήθηκα, που μεγάλωσα ακούοντάς σε και που νανούρισες τα πιο χαριτωμένα χρόνια της νιότης μου, αχ, με τι νοσταλγία σε θυμούμαι, τώρα!
         Εζούσα τότε ξένοιαστός κ’ ευτυχισμένος στην αγκαλιά τη ζεστή της μαννούλας μου, εζούσα παντοτινά παίζοντας με την αδελφούλα μου, κι ακούοντας τις ιστορίες του πατέρα μου που μου ζωγράφισαν κάποια νέα παραμυθένια, ένα μέλλον της φυλής μου ρόδινο κι ονειρευτό που έπρεπε ν’αγαπώ και να γυρεύω πάντα την πραγματοποίηση του…
          Το θυμάμαι τώρα… Ήτανε γλυκό το τραγούδι του μουεζίνη το θλιβερό και μεθυσμένο από τον πόνο. Μα έπρεπε να μισώ το τραγούδι εκείνο τότε που εμπόδιζε να δω ζωντανεμένες τις ιστορίες του πατέρα μου. Κι όταν τη μέρα με τους φίλους μου το μουεζίνη ν’αργογυρίζει στο στρογγυλό μπαλκονάκι του αψηλού μιναρέ, μια προσευχή έβγαινε από την ψυχούλα μας, που μαθαίναμε από τους πατέρες μας: να γκρεμιστεί από το ύψος του μιναρέ ο μουεζίνης.
           Κι όταν τη νύχτα άκουα πάλι το τραγούδι του μουεζίνη, έπεφτα στην αγκαλιά της μάννας μου, μα τα μάτια μου αφηρημένα στρεφόντανε προς τα εκεί και είχα τ’αυτιά μου στηλωμένα προς το τραγούδι του μουεζίνη. Έμαθα να φοβούμαι το τραγούδι αυτό, κι όμως με αγάπη περίμενα την ώρα που θα ξανακουστεί και με λύπη περίμενα την ώρα που θα ξανακουστεί και με λύπη περίμενα το τέλος του. Ήταν γεμάτο πόνο κι αγάπη για κάτι άγνωστο και μακρινό… Αχ με πόση αγάπη έτρεχα με τη γιαγιά μου στο παράθυρό της για να δω το μουεζίνη που ανεβασμένος κοντά στα σύννεφα στόλιζε τον μιναρέ του με τα φαντασμαγορικά του καντήλια, μες τη νύχτα, και ν’ακούω τον πονεμένο σκοπό του! 
            Τώρα πια η γιαγιά μου είναι πεθαμένη, στο μιναρέ έχτισαν οι κουκουβάγιες και το τραγούδι του μουεζίνη δεν ακούγεται πια! 
            Ω γλυκειά και πονεμένη μελωδία που σε μισούσα ενώ πολύ σ’αγαπούσα κι όλας! Ήσουνα σαν το χασίς που μ’έριχνε σ’ένα όνειρο τη χαμένη για πάντα εκείνη τη ζωή, καθώς που και τότε ήθελα να σ’ακούσω για να ονειρεύομαι το παράδεισο που το σκληρό χέρι ενός ευεργέτη και σωτήρα μου το αφήρεσε και που η ανάμνησή του τώρα με φέρνει σε απελπισία.
          Αχ, σε μισούσα κι όμως ήθελα παντοτινά να σ’ακούσω! Αχ σ’αγαπώ τώρα πολύ και θέλω πάλι να σε ξανακούσω για να ξαναζήσω σε όνειρο τη χαμένη εκείνη πάντα ζωή, καθώς που και τότε ήθελα να σε ακούω για να ονειρεύομαι το θρυλικόν εκείνο ψευτόκοσμο που μου επαγγέλονταν τα παραμύθια του πατέρα μου…
           Ζούσα τότε σ’ένα όνειρο μίσους και σ’ένα όνειρο αγάπης. Φανταζόμουνα τότε τον εαυτό μου τυλιγμένο στον κόκκινο χιτώνα του μαρτυρίου, ενώ ήμουνα μαλακά χωμένος στο χαρεμικό και πορφυρένιο πέπλο ηδονής…Ονειρευόμουν μιαν άσπρη κι ανέφελη ζωή χαράς κ’ ενέργειας κ’ ελευθερίας κι απόχτησα τώρα τη γεμάτη δυσωδία πραγματικότητα και το άχαρο και ξεθωριασμένο μίσος των δικών μου.
          Ω, ανάθεμά σας αδέλφια μου που ήρθατε να με απολυτρώσετε από τον ηδονικό ζυγό του μουεζίνη και μου καταστρέψατε τις δυνατές και κόκκινες λαχτάρες και τα όνειρα του Μίσους και της Αγάπης. Μου ξεπλύνατε και ξεθωριάσατε όλα τα βαθειά και δυνατά και παθητικά χρώματα της ψυχής μου και με διδάξατε να συμπαθώ ό,τι δυνατά έμαθα ν’αγαπώ…
          Αχ, θλιμμένη μελωδία του μουεζίνη πόσο ταιριάζεις τώρα με τη ψυχή μου και πόσα γκρεμισμένα ερείπια ωραίων κόσμων μου φανέρωσες απόψε!
          Μα κρίμα! Ψεύτικο και το τραγούδι αυτό που άκουσα απόψε… Ήταν ένα θλιμμένο παράπονο κάποιου ανατολίτη που τον τραβάνε αύριο στο Μέτωπο να του δολοφονήσουν τη ζωή το, αφού πρωτύτερα του δολοφόνησαν την ψυχή του

Χίος 30 Απριλίου 1917, Μίλτος Κουντουράς

[Ο μιναρές του Σκοπέλου, που ενέπνευσε τον Μίλτο Κουντουρά, δεν υπάρχει σήμερα. Ο μόνος μιναρές της Γέρας είναι εκείνος του Μεσαγρού, που αργά αλλά σταθερά νικιέται από το χρόνο και από την ανεξήγητη (;) αδιαφορία των αρμοδίων!
Νέα Φιλαδέλφεια, 21 Σεπτεμβρίου 2007

Ευαγγελία Καπετάνιου

Εφημερίδα Γέρα 2007]

Κι ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Βασίλης ο Αρβανίτης" του Στράτη Μυριβήλη σχετικά με τη συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στη Λέσβο.

"Είχαμε και κάμποσους Τούρκους στο χωριό κείνα τα χρόνια και μεγάλη έχτρα στεκόταν ανάμεσα στις δυο φυλές. Ειρηνικά περνούσαμε, όμως απ' έξω απ' έξω, όσο ο ένας είχε την ανάγκη τ'αλλουνού. Αυτοί βαστούσαν την εξουσία, εμείς τα χτήματα, την εξυπνάδα και τον παρά. Χώρια οι καφενέδες μας, χώρια τα γλέντια, χώρια κ΄οι γιορτές" 



No comments:

Post a Comment