Tuesday 12 March 2024

Άγρια χόρτα στη Γέρα

Λαχανέλ - τοπική ονομασία



Ζουχιός πλατύς


Βζούσα ή Λουλδιά (τοπική ονομασία στη Γέρα)

Καρφουβέλουνου*, τοπική ονομασία στη Γέρα
αλλού στη Λέσβο το λένε περδικάκι
(Ερωδιός ο γερανιοειδής, Erodium gruinum)
*ο σπόρος-καρπός μοιάζει με βελόνη

Αντώνς, τοπική ονομασία στη Γέρα
αλλού στη Λέσβο "Λαχανάκι"
με επιφύλαξη το επιστημονικό όνομα
(helminthotheca echioides χηροβότανο)


Ρουπανουγούλια, Αγριοραπανίδα
Raphanus raphanistrum-ραπανίδα.

Κουτσνουράδικο (Κόκκινο ραδίκι) Cichorium intybus L.

Thursday 19 October 2023

Γεώργιος Ι. Τακτικός (1877-1957)

Γεώργιος Ι. Τακτικός

Συνέντευξη με τον Ιατρό Κώστα Χατζηκωντσαντίνου
Επιμέλεια Παναγιώτης Αγιακάτσικας

 


Σκόπελος, η οικογένεια Γεωργίου Τακτικού με την σύζυγο Ερατώ.
(Χρονολογία ~ 1916-1917)

Αφορμή για αυτή τη μικρή συνέντευξη στάθηκε το καλοκαίρι στο Τάρτι όταν στη κουβέντα ο Κώστας Χατζηκωντσαντίνου αναφέρθηκε ότι έχει κάποιες φωτογραφίες με το παππού του στο Σκόπελο, όπως και μια άλλη με μια καμήλα. Στο τέλος αναλογίσθηκα ότι ίσως θα είχε ενδιαφέρον και θα άξιζε να μάθουμε έστω και λίγο παραπάνω για ένα σημαντικό πρόσωπο της Γέρας, τον παππού του τον Γεώργιο Τακτικό. Οι πληροφορίες θα μπορούσαν να είναι περισσότερες, με μια πιο ολοκληρωμένη έρευνα, αλλά και αυτές εδώ οι λίγες μας σκιαγραφούν τη δημιουργικότητα και το εμπορικό του δαιμόνιο. Η συνέντευξη αρχική σκέψη ήταν να γίνει με τη μητέρα του Κώστα αλλά καθώς είναι υπέργηρη 96 ετών, έγινε με τον ίδιο.

 


Υφασματοπωλείο Γ. Τακτικού εν Σκοπέλω Γέρας (Χρονολογία 1915-16)

Τον θυμόσαστε το παππού σας; Ναι τον πρόλαβα, ήμουν οκτώ χρονών όταν πέθανε.
Από που καταγότανε και πώς βρέθηκε στη Γέρα; Ο παππούς μου καταγότανε από το Πολιχνίτο και η γιαγιά μου από τη Βρισά. Με το εμπόριο βρέθηκε, πλανόδιος πραματευτής, να πουλάει υφάσματα, μικρο-υλικά για να γίνουν τα ρούχα, τότε ως γνωστό δεν υπήρχαν έτοιμα ενδύματα. Πρώτα κατάφερε και άνοιξε μαγαζί στο Σκόπελο το κεφαλοχώρι της Γέρας, στην τότε Τούρκικη Αγορά, γωνία που είναι του Μοσχόβη το ελαιοτριβείο και του δρόμου που κατεβαίνει και προχωράει προς γήπεδο. Μετά από αυτό, περίπου το 1928 κατέβηκε και άνοιξε το μεγαλύτερο κατάστημα της Γέρας στο Παπάδο, εκεί που έχει σήμερα ο Καρδαμύλας τις ηλεκτρικές συσκευές. Το μαγαζί στο Σκόπελο πουλούσε υφάσματα και κιλίμια, με ντόπια, αλλά ακόμη εμπόρευμα από τη Θεσσαλονίκη. Τη γιαγιά μου Ερατώ το γένος Κουτρή, την παντρεύτηκε όταν ήταν 17 χρονώ, γεννημένη το 1893, πέθανε το 1989 και εκείνος αρκετά μεγαλύτερος γεννήθηκε το 1877, πέθανε το 1957[1] στο Παπάδο, ανέβασε πίεση, ζαλίστηκε και έπεσε κάτω στον Ταξιάρχη. Η Γέρα και τα χωριά της την εποχή εκείνη ήταν πολύ πλούσια, και αυτό φαινόταν στα πολλά μαγαζιά που υπήρχαν και πολύ περισσότερο με μαγαζιά διασκέδασης Λέσχη του Παπάδου.

Για το κατάστημα του Παπάδου τι θυμόσαστε; Πήγαινα εκεί μέχρι που το λειτουργούσε η γιαγιά μου. Ήταν με υφάσματα, κλωστές, νήματα, και παλαιότερα στον όροφο είχε εργαστήρι που δούλευαν γυναίκες μοδίστρες και έφτιαχναν ρούχα, στο χέρι και με μηχανή.
Όταν πέθανε ο παππούς σου, ποιοι το ανέλαβαν; Εκτός από το Φώτη το χειρούργο που του είχε φτιάξει ο παππούς μου κλινική στη Μυτιλήνη, το ανέλαβαν τα άλλα τέσσερα αδέρφια, δουλέψανε δέκα χρόνια μαζί και το χωρίσανε, δύο πήρανε την αντιπροσωπεία της Φίλιπς στη Μυτιλήνη, το σημερινό «Σοκ» στην είσοδο της αγοράς, και άλλοι δύο το κατάστημα στο Παπάδο.


Φωτογραφία με τη καμήλα

Σχετικά με τη Λέσχη Παπάδου μιλήστε μας. Οι Σουρλαγκαίοι, οι Βρανάδες, στη Λέσχη διασκέδαζαν. Χάλασαν τη Λέσχη και έφτιαξαν στη θέση του το Ταχυδρομείο/ ΟΤΕ δίπλα από την Εθνική Τράπεζα. Θα έπρεπε να ψάξω κάποια στιγμή να σου φέρω φωτογραφία της Λέσχη με τη τεράστια μαρμάρινη βεράντα και σκάλα και με νεοκλασικό στυλ.
Για τη φωτογραφία με τη μια καμήλα που βρέθηκε; Κάποιος γέρος από το Σκόπελο περίπου 85 χρονών, πριν από 25 χρόνια ήρθε στο ιατρείο μου και την έφερε αναφέροντας ότι είναι από κεί.
Ο παππούς σας εκτός από το εμπόριο είχε και μεγάλη κτηματική περιουσία. Ήταν μεγάλο μυαλό, και δεν το λέω επειδή ήταν παππούς μου, γιατί δύο φορές φαλίρισε και δύο φορές ξεκίνησε από το μηδέν. Έπεσε έξω και θυμάμαι και τις δύο φορές τον έσωσε το κτήμα στη «Σκοτεινή» που είναι πάνω από το Σκόπελο, το οποίο ήταν 300 στρέμματα με 200 μόδια. Η μάνα μου έλεγε ότι οι ελιές ήταν τόσες πολλές που τις μάζευαν με το φτυάρι. Είχε κτήματα παντού όπως και στο Τάρτι και μάζευε πάνω από 300 μόδια το χρόνια. Όλες του οι επενδύσεις ήταν σε ελαιοκτήματα, και δεν είχε αγοράσει καθόλου σπίτια στη Μυτιλήνη ή στην Αθήνα.
Τις ελιές ποιός τις μάζευε; Είχε το μπάρμπα Κοσμά το Γαβαλά από το Σκόπελο, ο οποίος είχε πολύ μεγάλη ευχέρεια, μόνος του διάλεγε τις μαζώχτριες, μόνος του αν δεν του κάνανε θα τις έδιωχνε, μόνος του κατέβασε κάποιον από το δέντρο που δεν ράβδιζε καλά. Το δεξί χέρι σαν να λέγαμε.
Κάτι σου ανέφερε η μάνα σου σε μια παλιά μας κουβέντα για το χωριό της. Ο Σκόπελος ήταν το ομορφότερο χωριό της Γέρας, το οποίο το χώριζε ο ποταμός στα δύο, είχε πολλά γεφύρια που ένωναν τη μια πλευρά με την άλλη. Όταν έμεινε ακόμη εκεί έλεγε για τη γιαγιά μου την Ερατώ, που είχε τουρκάλες γειτόνισσες, και πήγαιναν σ’αυτήν όταν αρρωστούσαν τα παιδιά τους και της ζητούσαν λάδι από τη Παναγιά, τον Άγιο ή αγιασμό να ποτίσουν τα μωρά τους.

Ο παππούς σας ήταν και ο χορηγός της Αγίας Μαγδαλινής Πράγματι ο παππούς μου Γιώργος ήταν εκείνος που συνέβαλε στην ανέγερσή της.
Εδώ τελειώνοντας ευχαριστώ Κώστα για την ενδιαφέρουσα συνομιλία!
Και εγώ επίσης!

*Σημειώσεις:
1. Αναγραφή του τάφου του Γεώργιου Ι.Τακτικού (1877-1957) στο κοιμητήρι στο Σκόπελο.
2. Οι χρονολογίες των φωτογραφιών υπολογίσθηκαν με βάση της ηλικίας των εικονιζόμενων παιδιών και του γάμου του Γεωργίου Τακτικού ~1910.
3. Η φωτογραφία με τις καμήλες είναι επιχρωματισμένη σε φωτογραφείο της Αθήνας.
4. Σήμερα ακόμη στην ίδια θέση που ήταν το κατάστημα του Γ.Τακτικού υπάρχει το κτήριο το οποίο είναι πλέον οικία ιδιώτη.


 

Saturday 12 June 2021

Ο ανεγειρόμενος Ναός της Αγίας Μαγδαλινής



"Ο ανεγειρόμενος Ναός της Αγίας Μαγδαλινής
της θαυματουργού Σκόπελος 1926"(;)
(Η φωτογραφία από την ομάδα LesvosOldies)

 

"Λαογραφική Συλλογή" Γέρας Λέσβου του Ιωάννου Ε. Ζαφειρέλλη

Του Β’ ετούς μετεκπαιδευομένου διδασκάλου

Ιωάννου Ε. Ζαφειρέλλη

Εν Αθήναις τη 10η Μαρτίου 1970

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

Εκ της περιφέρειας Γέρας Μυτιλήνης Λέσβου
Η περιφέρεια Γέρα αποτελείται από τα εξής έξι χωριά
1)Σκόπελον 2) Παππάδον 3) Μεσαγρόν 4) Παλαιόκηπον 5) Πλακάδον 6) Πέραμα
Την λαογραφικήν συλλογήν αυτήν την έχω συλλέξει προσεκτικώς από πρόσωπα ηλικίας άνω των 65 ετών τα οποία διακρίνονται δια την ακρίβειάν των, την ζωηρήν των μνήμην και δια την πίστην των εις την λαικήν παράδοσιν.

(Μεταφορά κειμένων από το πρωτότυπο, Άντα Ζαφειρέλλη)

Α’ Περί ελαιοκομίας

Όταν έχουμε μεγάλη εσοδεία η συγκομιδή αρχίζει από τον Οκτώβριον μήνα και διαρκεί μέχρι τέλη Μαίου. Στήν αρχή μαζεύουν τις εληές που πέφτουν μόνες τους από τον αέρα. Κατά το τέλος Ιανουαρίου ή αρχάς Φεβρουαρίου βάζουν ντέμπλα (μεγάλη ράβδος) και τις ραβδίζουν. Τις ραβδιστές εληές τις βάζουν χωριστά διότι από αυτές βγαίνει το καλύτερο λάδι οξύτητος 1ο-2ο. Το λιομάζεμα γίνεται με γυναίκες που φορούν στο μάζεμα βρακιά μακρυά. Εις τα ελαιοτριβεία αλέθονται οι εληές. Ταύτα τα ορίζουν οι συνέταιροι. Ο κάθε συνέταιρος αναλόγως το λάδι που έδωσε για να γίνει το ελαιοτριβείο ορίζει και τις μετοχές του. Κάθε μετοχή είναι 10 οκάδες λάδι. Ο καρπός μετριέται με το μόδι. Το ένα μόδι είναι πεντακόσιες οκάδες εληές.

Ο κάθε συνέταιρος ορίζει και την μηχανήν (ελαιοτριβείου) και μια αποθήκη το λεγόμενο αμπάρι για να συνγκεντρώνει τον καρπό. Έχει δικό του κλειδί και κάθε βράδυ πηγαίνει με τα ζώα του τις εληές του εις την μηχανήν και τις αποθηκεύει. Κάθε μόδι δίνει 100-180 οκάδες λάδι ή και διακόσιες οκάδες ακόμη ανάλογα βέβαια από την περιφέρεια από την οποία προέρχονται. Υπάρχουν τόποι λαδεροί που αποδίδουν και άλλοι όχι και τόσο αποδοτικοί. Όταν τελειώσει η εσοδεία (το μαξούλι) γίνονται τα γλυτώματα, το γλέντι. Ο νοικοκύρης θα κάνει φαγητά, γλυκίσματα, λουκουμάδες, θα κεράσει ποτά κρασί ούζο κλπ και όλη η εργατιά θα πάνε σε ένα κτήμα και θα γλεντήσουν με χορούς και τραγούδια. Το λάδι εκτός από το φαγητό που το χρησιμοποιούμε ανάβουμε και το καντήλι και το μεταχειριζόμεθα και στο ξεμάτιασμα, ρίχνοντας σταγόνες λαδιού στο νερό. Όταν καεί κανείς στη φωτιά βάζουν επάνω στο κάψιμο λάδι. Όταν κρυώση τον αλοίφουν με λάδι και χαμομήλι αφού το ζεστάνουν πρώτα. Όταν πάθη σκάμπαμα ή νευραλγίες τον τρίβουν με λάδι. Τα κλαδιά της εληάς τα παίρνουν για ποδαρικό στο σπίτι την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Το βράδυ κόβουν φύλλα και τα ρίχνουν στη φωτιά μελετώντας εκείνον που ποθούν. Εάν πετάξει το φύλλο σημαίνει ότι θα αποκτήσουν εκείνον που ποθούν, εάν όχι σημαίνει ότι δεν θα τον αποκτήσουν. Τα κλαδιά αυτά που κόβουν την παραμονή της πρωτοχρονιάς τα χρησιμοποιούν για κάπνισμα στις βασκανίες.

Το πρώτο μέρος το αφηγήθηκε ο Γεώργιος Παπαντωνίου εκ Παππάδου Μυτιλήνης ηλικίας 70 ετών Στ’ Δημοτικού

Β’ Έθιμα κατά την γέννησιν. Λεχώ.

Πρίν γεννηθή το παιδί ετοιμάζουν τα μωρουδιακά (από το μωρό) μόλις εισέλθη η έγκυος εις τον έβδομον μήνα. Μεταξύ αυτών κάνουν και το πρώτο υποκάμισον του παιδιού, από μεταχειρισμένον υποκάμισον του πατέρα. Όταν γεννηθή το παιδί το ασημώνουν οι γονείς του, οι παππούδες, γιαγιάδες και οι άλλοι συγγενείς του, με χρυσαφικά για να έχει χρυσή ζωή. Φέρνει ο πατέρας του γλυκά, καθώς και άνθη. Όταν η λεχώ σηκωθή την βάζουν και πατάει επάνω σε σίδερο για να είναι σιδερένια. Δεν την αφήνουν δε να βγή έξω από το σπίτι διότι την θεωρούν δαιμονισμένη. Όταν μόνον συμπληρώση 40 ημέρες από τον τοκετόν, της επιτρέπουν να εξέλθη με το παιδί, για να πάρη σαραντισμό. Από τότε είναι ελεύθερη να βγαίνη έξω. Με τον αγιασμό πού παίρνουν, από την εκκλησίαν ραντίζουν κάθε μέρος έξω του σπιτιού, πού πάτησε η λεχώ, προτού σαραντίση, καθώς επίσης και το προσκέφαλο της λεχούς. Αμέσως μόλις επιστρέψουν η λεχώ και το παιδί, από την εκκλησίαν βγάζουν κάθε τι που ετοποθέτησαν εις το δωμάτιον της λεχούς, την ημέραν του τοκετού, διότι πιστεύουν ότι ο αγιασμός απομακρύνει κάθε πονηρό πνεύμα. Η μητέρα της λεχούς ή η πεθερά της βγάζουν τότε το δίχτυ και το μαχαίρι το μαυρομάνικο που είχαν τοποθετήσει κάτω από το προσκέφαλο της λεχούς, δια να απομακρύνουν τα πονηρά πνεύματα. Επίσης βγάζουν από την πόρτα το παντελόνι του ανδρός της, που είχαν κρεμάσει, καθώς και τα παπούτσια του, τα παίρνουν αποι το πίσω μέρος της πόρτας, που τα είχαν τοποθετήσει, δια να εμποδίζουν το κακό να μπαίνη μέσα στο δωμάτιο της λεχούς. Η λεχώ μέχρι να σαραντίση δεν κάνει να δη το φεγγάρι, ούτε και τ’αστέρια, καθώς επίσης δεν επιτρέπεται να μπή κανείς στο σπίτι της λεχούς την νύκτα, ούτε να φύγει την νύκτα απ΄ αυτό, διότι θα τον ακολουθήσουν πονηρά πνεύματα.

Γ’ Περί εθίμων γάμου (αρραβών, στέψις) 

Οι γάμοι προ πολλών ετών γίνονταν με επισημότητα που αξίζει να δούμε μερικές χαρακτηριστικές σκηνές. Όταν επρόκειτο να γίνη αρραβών, οι προξενητάδες με τους γονείς της νύφης, ξεκινούσαν να πάνε με αναμμένο φανάρι, για καλό όλων. Εις το σπίτι του γαμπρού τους υποδέχονταν οι γονείς και οι συγγενείς του. Κατά συνήθεια τους εισερχόμενους προξενητάδες τους έρρενον με ροδόσταμα. Το πρώτο γλυκό που τους κερνούσαν ήταν μέλι. Μετά ήρχιζε η συζήτησις δια τα προικιά της νύφης. Συνήθως η προίκα της νύφης που θα έπαιρνε ο γαμπρός ήτο ελαιοκτήματα (χρήματα), σπίτι, περιβόλι και σπίτι στην θάλασσα κοντά για εξοχή. Όταν συμφωνούσαν χαιρετούσαν τους αρραβώνες και έμενον σύμφωνοι να ανταμώσουν μετά 8 ημέρες στο σπίτι της νύμφης και να σμίξουν για πρώτη φορά ο γαμπρός και η νύμφη. Από τότε ακριβώς αρχίζουν οι προετοιμασίες για το γάμο. Την 8ην ημέραν ήρχοντο ο γαμπρός μαζί με τους γονείς και συγγενείς του, εις το σπίτι της νύμφης που τον επερίμενον. Στο σπίτι της νύμφης είχον ετοιμάσει γλυκίσματα και διάφορα φαγητά για το γλέντι της επίσημης αρραβώνας. Όταν ο γαμπρός με το σόι του έμπαινεν για πρώτη φορά στο σπίτι της νύμφης, κρατούσαν διάφορα κοσμήματα δια να τα κρεμάσουν στη νύμφη, όπως αλυσίδες, καρφίτσες, βραχιόλια κλπ. Η πεθερά δε του γαμπρού έδιδε εις τον γαμπρόν δακτυλίδι με κόκκινη πέτρα καθώς και λευκό μεταξωτό μανδήλι, με το όνομα του γαμπρού επάνω. Ακολούθως είχον τοποθετημένα επάνω σε ένα τραπέζι την εικόνα της Παναγιάς, τριαντάφυλλα, ρύζι και μέλι. Μπροστά στο τραπέζι έφερνον ένα αγοράκι γερό, που είχε και τους δύο γονείς του και το έβαζαν να πάρει το δακτυλίδια των αρραβώνων, να τα σταυρώση στο εικόνισμα, ακολούθως να τα βάλη στο μέλι και να τα περάσει στα δάκτυλα των μνηστευμένων (αρραβωνιασμένων). Εν συνεχεία τους έρρενον με ρύζι για να ριζώσουν, με τριαντάφυλλα για να έχουν ωραία ζωή και αμέσως ήρχιζε το γλέντι και οι ευχές από όλους ακούοντο. Μετά 8 ημέρες από το γλέντι εις το σπίτι της νύμφης, πήγαιναν οι συγγενείς στο σπίτι του γαμπρού και το ίδιο γλέντι εξακολουθούσε. Τό πρωί της ημέρας εκείνης που θα πήγαινε η νύμφη με τους συγγενείς της εις το σπίτι του γαμπρού, έστελλον οι γονείς της νύφης εις το σπίτι του γαμπρού ένα Σίνι (μεγάλο ταψί) μπακλαβά και μαζί διάφορα άλλα δώρα, όπως, υποκάμισα για τον γαμπρόν και πενθερόν της, φορέματα για την πενθερά της, για τους κουνιάδους της κλπ. Από την μπακλαβά αυτή ξεχώριζε η πενθερά την καλύτερη και την έστελνε εις ένα μεγάλο δίσκο στο σπίτι της νύφης. Την υπόλοιπη την μοίραζε στους συγγενείς του γαμπρού. Έπειτα από μερικές ημέρες η μητέρα του γαμπρού γέμιζε το σίνι με δώρα της νύμφης και το έστελνε στο σπίτι της. Το Σίνι το υποδέχονταν οι συγγενείς της νύμφης με επισημότητα, φωνάζοντας «έρχεται το Σίνι ». Όλη η γειτονιά ήταν στο πόδι. Μικροί και μεγάλοι έτρεχαν να παρακολουθήσουν. Τα δύο φύλλα της εξώπορτας της νύμφης άνοιγαν διάπλατα, δια να περάση η συνοδεία με το Σινί. Οι συγγενείς της νύμφης το είχαν καμάρι να δέχονται πολυτελέστατα δώρα από τον γαμπρόν. Μαζί με τα άλλα δώρα έστελλε ο γαμπρός εις την νύμφην και τα λουτρικά (αυτά που είναι για το λουτρό) προικιά της μαζί και ένα τάσι. Το τάσι το χρησιμοποιούσαν για να βάζουν μέσα νερό, όταν η νύμφη έκανε το μπάνιο της, ή ετοίμαζαν μέσα την σαπουνάδα, για το μπάνιο της. Επίσης το τάσι είχε και άλλο προορισμό, διότι κατά τις ημέρες που ήταν εκτεθειμένα τα προικιά της νύμφης, οι συγγενείς και οι φίλοι έρριχναν εκεί μέσα νομίσματα και έτσι έρραινον τα προικιά. Την τελευταία εβδομάδα που ετοίμαζαν τον γάμο, και κατά την ημέρα Τετάρτη μετακομιζόταν η νύμφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι το δικό της που την προίκιζαν οι γονείς της. Στο καινούργιο σπίτι επήγαιναν και τα προικιά της, και άρχιζαν να τα τοποθετούν οι φίλες και συγγενείς της, σε μία μεγάλη αίθουσα, με τάξη και τρόπο, ώστε να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερη φιγούρα. Στην αίθουσα αυτή σε ένα σχοινί ήταν κρεμασμένα τα εργόχειρα, τα φορέματα της νύμφης, καθώς και τα εσσώρουχα της. Επίσης σε σωρούς σχημάτιζαν τα παπλώματα, τα στρώματα, τις κουβέρτες τα σεντόνια, τις πετσέτες, τα τραπεζομάνδηλα, τα προσκέφαλα, τα χαλιά κλπ. Μετά πήγαιναν στο καινούργιο σπίτι τα προικιά του γαμπρού και τα έπιπλα, διότι κατά το έθιμο τα κάνει ο γαμπρός μέχρι σήμερα τα έπιπλα. 

Η μητέρα δε του γαμπρού στέλνει στο σπίτι των μελλονύμφων ένα εικόνισμα, βαμβάκι ένα ψωμί, ένα σταμνί με νερό, και βάζο για τους εχθρούς, καθώς και ρύζι με άνθη για να ριζώσουν και να είναι σαν τα άνθη η ζωή τους. Το Σάββατο πηγαίνουν οι χωριανοί εις το καινούργιο σπίτι της νύμφης, κόβουν το τσουρέκι (όπως το πασχαλινό τσουρέκι) και το μοιράζουν. Το τσουρέκι το κόβουν στο κεφάλι της νύμφης, αφού πρώτα τοποθετήσουν εις το κεφάλι της ένα κόκκινο μανδήλι. Εν συνεχεία φωνάζουν ένα αγοράκι που έχει και τους δύο γονείς του, το βάζουν να βουτάει τα δάκτυλα του δεξιού χεριού του στο μέλι, και μετά κόβει ένα κομμάτι τσουρέκι, και το βάζει στο στόμα της νύμφης. Το τσουρέκι το κόβουν σε κομμάτια, τα μελώνουν με μέλι και ζάχαρη καθώς και κανέλλα και τα μοιράζουν στους καλεσμένους. Το ίδιο Σάββατο που μοιράζεται το τσουρέκι, η νύμφη στέλνει στο σπίτι του γαμπρού κότα βρασμένη με χρυσή αλοιφή (ξαλοιφωμένη), ένα τσουρέκι, λουλούδια, γαρύφαλλα και μικρά τριανταφυλλάκια. Όλα αυτά μοιράζονται την Κυριακή, την ημέρα του γάμου, σ’αυτούς που πάνε να πάρουν με τα βιολιά το γαμπρό. Μετά η πομπή έρχεται από το σπίτι του γαμπρού εις το σπίτι του κουμπάρου. Από το σπίτι του κουμπάρου παίρνουν τα στέφανα, τις λαμπάδες και τις μπουμπουνιέρες, τα οποία κατά την συνήθειαν τα ψωνίζη ο κουμπάρος. Μετά υπό την συνοδείαν των βιολιών ξεκινά η πομπή και πηγαίνει εις το σπίτι της νύμφης. Εκεί τα βιολιά παίζουν νυφικούς σκοπούς και περιμένουν την νύμφην να ετοιμασθή. Αφού τραγουδήσουν καλά την νύμφη, ξεκινούν όλοι μαζί και πορεύονται προς την εκκλησίαν υπό την συνοδείαν των βιολιών. Εις την εκκλησίαν, πρίν ο ιερεύς πάρη την νύμφη και τον γαμπρό, για την τέλεση του μυστηρίου, οι μελλόνυμφοι αποχαιρετούν τους δικούς των και φιλιούνται μεταξύ των. Μετά την τέλεση του γάμου πηγαίνουν όλοι εις το σπίτι των νεονύμφων μαζί με τους ιερείς και τους ιεροψάλτες, ενώ δυο παιδιά πηγαίνοντας μπροστά, κρατούν δυο αναμμένες λαμπάδες. Όταν η πομπή εισέλθη εις το σπίτι της νύμφης τοποθετούν αμέσως τις δυο αναμμένες λαμπάδες μέσα σε δυο σταμνιά και αμέσως οι ιερείς διαβάζουν την ευχή. Μετά ένα αγοράκι παίρνει δυο μπουκιές τσουρέκι, σβύνει με αυτό τις λαμπάδες και δίνει από μια μπουκιά στο στόμα του γαμπρού και της νύμφης, για να κάνουν αγόρι. Μετά αφού πάρουν όλοι κέρασμα ξεκινούν για το καφενείο. Εκεί περιμένουν τα βιολιά, τα τραπέζια με τα φαγητά και αρχίζει το γλέντι που συνεχίζεται ως το πρωί.

Εξέτασις των νυφικών σινδονίων.

Τρείς ημέρες μετά την Κυριακή του γάμου, δηλαδή την Τετάρτη εξέρχεται ο γαμπρός έξω για να ψωνίση ενώ η μητέρα του γαμπρού μαζί με τις θείες του γαμπρού πηγαίνουν στο σπίτι των νεονύμφων, προς εξέτασιν των νυφικών σινδονίων. Αν πιστοποιήσουν την παρθενίαν της νύμφης από την εξέτασιν των σινδονίων είναι όλοι χαρούμενοι, στρώνονται στο γλέντι και κάνουν τον λεγόμενο αντίγαμο. Αν όμως πιστοποιήσουν πως η νύμφη δεν άφησε ίχνη της παρθενίας της τότε μπορούν να συμβούν πολλά. Η συνηθισμένη λύσις είναι ή να δώση ο πατέρας της νύμφης και άλλη προίκα εις τον γαμπρόν, το λεγόμενο επανωπροίκι, ή να διαλύσουν τον γάμο.

Πρώτη Κυριακή μετά τον γάμο.

Την πρώτην Κυριακή μετά τον γάμο εκκλησιάζονται οι νεόνυμφοι συνοδεία των γονέων και συγγενών των. Αφιερώνουν εις την εκκλησίαν τις λαμπάδες και γίνεται λειτουργία εις το όνομα των νεονύμφων, υπέρ υγείας και ευτυχίας αυτών. Ακολούθως οι συγγενείς και οι κουμπάροι πηγαίνουν εις την οικίαν των νεονύμφων, δια να κερασθούν και να φάνε μαζί με τους νεονύμφους. Μέχρι να συμπληρωθεί έτος από τον γάμο, οι νεόνυμφοι και οι γονείς των δεν πηγαίνουν σε κηδείες και μνημόσυνα.

Δ. Περί πίστεως

Η Αντιόπη Δρέττα ηλικίας 65 ετών κατά την διήγησιν του πατρός της, διηγείται ότι κατά το έτος 1890,στην νήσον Μυτιλήνην εις την περιοχήν της Γέρας και εις το χωρίον Παππάδος, όπου διέμενον ακόμη Τούρκοι, ένας Τούρκος ευρίσκετο υπό την εξουσίαν της μέθης έξωθεν της εκκλησίας του χωριού των παμμεγίστων Ταξιαρχών. Εις την αυλήν υπήρχε η βρύση της εκκλησίας, του Ταξιάρχη όπου έτρεχε νερό. Ο Τούρκος άρχισε αμέσως να πυροβολή στην βρύση όπου κατόπιν επιμονής μπόρεσε και την κατέστρεψε. Ώ του θαύματος όμως, η θεά τιμωρία ήλθε αμέσως και ο Τούρκος άρχισε να πετιέται επάνω κάτω χτυπημένος και να φωνάζη δυνατά βοήθεια, μη ξέροντας τι συμβαίνει. Κόσμος πολύς τότε συνεκεντρώθη, Τούρκοι και Έλληνες. Οι συγγενείς του Τούρκου άρχισαν να κλαίνε και αυτοί. Τότε οι χριστιανοί εξήγησαν πως ο Ταξιάρχης τον κτυπά για το κακό που έκανε. Αμέσως όλοι οι δικοί του, οι Τούρκοι άρχισαν να προσεύχονται στην εικόνα του Ταξιάρχη και να τάξουν πολλές οκάδες κηριά και λιβάνι. Δεν πέρασαν 5 λεπτά και ο Ταξιάρχης έδειξε το θαύμα του, δια την μεγάλην πίστην και την μετανόησιν του Τούρκου. Ο Τούρκος συνήλθε έγινε απολύτως καλά, επήγε εις την εικόνα του Ταξιάρχη επροσευχήθη και εζήτησε μετάνοια. Εις την περιφέρειαν Γέρα της Μυτιλήνης την 29ην Αυγούστου, ημέραν της αποκεφαλίσεως του Αγίου Ιωάννου, εορτάζουν και τιμούν τον Άγιον. Περί το 1910 ο πατέρας της Αντιόπης Δρέττα, Ευστράτιος Παπαντωνίου, διηγόταν ότι εις το βυρσοδεψείον του Σουρλάγκα (πρώτο μέσα στα Βαλκάνια) όπου ευρίσκεται εις τον κόλπον της Γέρας και εις το χωρίον Πέραμα, ευρισκόταν ένας Άγγλος μηχανικός. Κατόπιν συμφωνίας του με τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου, υποχρέωσαν τους εργάτες την 29ην Αυγούστου, ημέραν της αποκεφαλίσεως του Αγίου Ιωάννου να εργασθούν, παρ΄όλο που αυτοί δεν ήθελαν και διαμαρτύροντο. Πράγματι ενώ εγένετο η λειτουργία αυτοί εργάζοντο, με επικεφαλής τον Άγγλο μηχανικόν. Ο Άγιος όμως Ιωάννης έκανε το θαύμα του αμέσως. Προς τιμωρίαν των απίστων ο μηχανικός την πρώτην ώρα της εργασίας κατελήφθη υπό φρικτών πόνων και ανυπόφορες ζαλάδες. Δεν μπορούσε να κρατηθή στα πόδια του και άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Εκείνη τη στιγμή μέσα στους φρικτούς του πόνους, θυμήθηκε τα λόγια που είπε στους εργάτες όταν επέμεναν να μην εργαστούν επειδή τιμούν τον Άγιο. Με τρόμο συλλογίστηκε τι είπε «δεν ξέρω εγώ Άγιο Γιάννη μ΄άγιο Γιάννη έχει σήμερα δουλειά, ο μ΄άγιος Γιάννης να κάνη τη δουλειά του και μείς τη δουλειά μας Μπρός».Τρομαγμένος τότε και υποφέρων φρικτά φώναξε στους εργάτες που τον περιποιούντο «κάτω τα σφυριά σας εργάτες σταματήστε, την δουλειά και θα σας πληρώσω . Βάλτε με επάνω σε ένα γαιδουράκι να πάω στον Άγιο να προσκυνήσω και εγώ. Πράγματι μόλις πήγε στον Άγιο προσκύνησε με πίστη και έρριξε όσες λίρες είχε στην τσέπη του, ως ευχαριστία προς τον άγιο, διότι μόλις άναψε κηρί έγινε αμέσως καλά και σταμάτησαν οι πόνοι. Τον εργοστασιάρχη δε τον ετιμώρησε με μεγάλη ζημιά που επροξένησεν εις το εργοστάσιον του ο άγιος. Διότι καθώς πήγαινε να προσκυνήση τον Άγιο Ιωάννη ο Άγγλος μηχανικός, ανεμοστρόβιλος έπεσε στο εργοστάσιο, έσπασε τα περισσότερα τζάμια και πέταξε τις σκεπές του εργοστασίου. Μεγάλες ήσαν οι ζημιές. Από τότε μέχρι σήμερα παιδιά και εγγόνια του Σουρλάγκα, τιμούν τον Άγιο Ιωάννη, και το εργοστάσιον αργεί. Η Αντιόπη Δρέττα ηλικίας 65 ετών παρευρέθη το 1955 εις το πανηγύρι των Ταξιαρχών του Μανταμάδου Μυτιλήνης, που ήταν 15 ημέρες μετά το Πάσχα, σε θαύμα του μεγαλόχαρου ως αυτόπτης μάρτυς. Ένας στρατιώτης από το Ακράσι Πλωμαρίου Μυτιλήνης ήλθε με άδεια και είχε πάει με τους φίλους του στο πανηγύρι και του είχαν πεί ότι το πρόσωπο του Ταξιάρχη είναι όπως των ανθρώπων μαλακό. Όταν πήγε στην εκκλησία πλησίασε να φιλήση τον ταξιάρχη αλλά απίστησε. Βγαίνει έξω πηγαίνει εις ένα καφενείο και αφού ήπιε οινόπνευμα, ξαναπηγαίνει μέσα να ξαναφιλήση την εικόνα του Ταξιάρχη δια να διαπιστώση, αν είναι μαλακό ή όχι. Αυτό έγινε τρείς φορές. Την τρίτη όμως φορά που πήγε να φιλήση, άρχισε να τον κτυπά ο ταξιάρχης, να τον σηκώνη επάνω και να τον αφήνη να πεφτη κάτω. Ο κόσμος έβλεπε μόνο τον στρατιώτη να υποφέρη και να κλαίη και φώναζε δυνατά και προσευχόταν, δια να τον συγχωρήση ότι έκανε. όταν έμεινε κάτω αναίσθητος πλησίασαν τον σήκωσαν και τον επήγαν εις ένα κελλί της εκκλησίας. Αφού τον συνέφεραν οι γιατροί, τον ρώτησαν τι έκανε και εκείνος απάντησε « δεν πήγα με πίστη να προσκυνήσω. Άλλη φορά θα τον λατρεύω τον ταξιάρχη και θα τον προσκυνώ με πίστη». Ο Ταξιάρχης είναι πολύ θαυματουργός. Κάθε χρόνο στην εορτή του η εκκλησία του κάνει χρυσά παπούτσια και την επόμενη χρονιά τα βρίσκουν τρυπημένα, επειδή ο ταξιάρχης γυρίζη κάθε βράδυ και φυλάει το νησί. Η επιτροπή της εκκλησίας κάθε χρόνο αγοράζει δύο βόδια και τα βάζει μέσα στον μπαχτσέ του Ταξιάρχη, δια να τραφούν. Τα περιποιούνται καλά και την παραμονή της εορτής του τα παίρνουν τα βόδια και τα πηγαίνουν λίγο πιο μπροστά από την εκκλησία, όπου ο παππάς διαβάζει την ευχή, επικαλούμενος την χάρη του Ταξιάρχη. Αμέσως τα βόδια όσο άγρια και αν είναι ως εκ θαύματος, σκύβουν τα κεφάλια τους και δίχως να τα δέσουν καθόλου τα σφάζουν, ενώ πολύς κόσμος με βαμβάκι στα χέρια, περιμένει για να το βουτήξει στο αίμα και να το χρησιμοποιήση μετά ως συνάλειμμα. Μετά το κρέας των βοδιών το τεμαχίζουν και το βάζουν σε 12 καζάνια μεγάλα, κάνουν δυο ειδών φαγητά και τα μοιράζουν στον κόσμο και τρώει. Ο Γεώργιος Παπαντωνίου ετών 70, το έτος 1932 καθώς ερχόταν με ζώο, ακριβώς τα μεσάνυχτα από το χωριό Παπάδο εις την εξοχήν βρυακή της Γέρας, όπου έμενον το καλοκαίρι, μόλις επλησίασε εις το εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνας σταμάτησε το άλογο του και δεν προχωρούσε. Άρχισε να το κτυπά τότε δυνατά, αλλά το άλογο δεν προχωρούσε ούτε βήμα, σηκωνόταν όρθιο στα δυό του πόδια και έφευγε πίσω. Εκείνη την ώρα μέσα στο σκοτάδι, προσευχήθη και είπε «Παναγία μου βοήθησέ με, τι έπαθε το ζώο και δεν φεύγει» Αμέσως τότε βλέπη ένα φώς μέσα σε ένα καλάθι και έκανε γύρω μπροστά του και εν συνεχεία το καλάθι με το φώς, φεύγει και πηγαίνει μέσα στην εκκλησία. Αμέσως ξαναέκανε την προσευχή του, προχώρησε φοβισμένος βέβαια και ακολούθησε την πορεία του.

Ε΄ Πίστις και δαιμόνια (πονηρά πνεύματα)

Η περιφέρεια Γέρα Μυτιλήνης αποτελείται από έξι χωριά. Κάθε χωριό απέχει από το άλλο περί τα 10’ λεπτά με τα πόδια. Κάποιος από το Παπάδο ονόματι Ευστράτιος Γιανναρέλλης το έτος 1880 επήγε εις το γειτονικό χωριό Σκόπελο για κάτι δουλειές που είχε. Περασμένα μεσάνυχτα ξεκίνησε από το Σκόπελο αφού τελείωσε τις δουλειές του, για να έλθη εις το σπίτι του εις το Παπάδο. Στο μέσον των δυο χωριών υπάρχει ένα ποτάμι. Από αυτό το ποτάμι έπρεπε να περάσει δια να παη στο σπίτι του. Ακριβώς μόλις έφθασε κοντά στο ποτάμι και ετοιμαζόταν να περάση το γιοφύρι, βγαίνουν μπροστά του 5 νεράιδες. Κατά την περιγραφήν του ιδίου εις τους γνωστούς του και εις τους συγχωριανούς του ήσαν ωραίες κοπέλλες με άσπρα φορέματα, μακριά ξανθά μαλλιά, λεπτή μέση, με σώματα πολύ ευλύγιστα. Αμέσως τον επλησίασαν με χάρη και του άρχισαν το χορό, γύρω στις όχθες του ποταμού που είχε νερό. Εκείνος κυριολεκτικά ζούσε σ’ ένα κόσμο άλλο και δεν μπορούσε να αντιδράση. Συνέχεια του εχόρευαν και ετραγουδούσαν «του απίγανου τα κουκουτσάκια και ένα άλλο χορταράκι να το ξέρουν οι μαμάδες να γιατρεύουν τα παιδιά» Το άλλο χόρτο δεν το έλεγαν. Τον εχόρευαν συνεχώς 4-5 ώρες πολύ γρήγορα,  δίχως να σταματάνε, ώσπου τον σκότωσαν στην κούραση και έλουσαν με ιδρώτα όλο το κορμί του. Ευτυχώς όμως χορεύοντας ήλθαν τα ξημερώματα και ακούστηκε λάλημα πετεινού και τότε είπαν αμέσως οι νεράιδες, δίχως να σταματήσουν το χορό «άσπρος πετεινός λαλεί, δότε του χορού στη γή» χορεύοντας φώναξε άλλος πετεινός και αμέσως είπαν «κόκκινος πετεινός λαλεί, δότε του χορού στη γή » Μετά φώναξε άλλος πετεινός και αμέσως είπαν «μαύρος πετεινός λαλεί, φεύγουμε από τη γή» Αμέσως τον άφησαν και έφυγαν. Με δυσκολία πήγε στο σπίτι του, έπειτα από την ολονύκτια μαρτυρία . Δεν μπορούσε να μιλήση, ούτε να κανη τίποτα. Έπεσε αναίσθητος δυο ημέρες στο κρεββάτι. Έπειτα από τα πολλά τάματα εις τους αγίους συνήλθε και τα ομολόγησε όλα. Είπε δε ότι έκανε να πιάση τα ωραία μαλλιά τους και δεν τον άφηναν. Ένας Αγροφύλαξ συνταξιούχος τώρα ο Ιωάννης Λαγουτάρης από το Σκόπελο Μυτιλήνης διηγείται τα εξής που είχε πάθει το 1959, όταν ευρίσκετο ακόμη εις την υπηρεσίαν. Ήτο τότε Αγροφύλαξ σε μακρινές εξοχές, τρείς ώρες απόσταση από το χωριό. Συνήθιζε δε να πλαγιάζη στην εξοχή, μέσα σε διάφορα ντάμια (εξοχικά σπίτια) πολλές φορές, μόνος του, επειδή το χωριό ήτο πολύ μακρυά. Ένα βράδυ επέστρεφε πολύ αργά από κάποιο ντάμι εξοχαρέων (αυτοί που μένουν μόνιμα στην εξοχή) που έκανε γειτονιά, στο δικό του ντάμι για να κοιμηθή. Η ώρα ήταν η 2 από το ντάμι που θα πήγαινε να κοιμηθή, βρισκόταν μια πηγή. Διψασμένος όπως ήταν πήγε να πιή. Μόλις όμως πλησίασε αισθάνθηκε πολύ κουρασμένος και βλέπει αμέσως μπροστά του να πηδούν πολλές ωραίες κοπέλλες,  με μακρυά ξανθά μαλλιά και με λυγερά κορμιά. Όλες άρχισαν να τον τριγυρίζουν και να του φωνάζουν να παη μαζί τους. Εκείνος προς στιγμήν αντιδρούσε. Μόλις όμως τον ήγγιξαν παρέλυσαν οι δυνάμεις του και τις ακολουθούσε σχεδόν ασυνείδητα. Άλλες προχωρούσαν μπροστά,  άλλες από πίσω του και άλλες τον τριγυρνούσαν καθώς προχωρούσε. Τον ανέβασαν από ανηφορικούς απότομους δρόμους, από πρωινή, περασμένα μεσάνυχτα. Λίγα μέτρα πιο πέρα α στενά μονοπάτια και τον οδήγησαν από τον πιο επικίνδυνο ανηφορικό κατσικόδρομο, στο πιο απότομο βουνό το λεγόμενο Κουκότσ-καγιά. Ο βράχος αυτός εις τον οποίον τον ανέβασαν έχει απότομο ύψος 200 μέτρων. Ευτυχώς όμως που για καλή του τύχη, ξημέρωσε την ώρα εκείνη, που τον οδηγούσαν στον απότομο γκρεμό, δια να τον ρίξουν στο βάραθρο. Καθώς βάδιζε, ξαφνικά νοιώθει πως ήταν μόνος. Οι νεράιδες είχαν φύγει. Ξαφνιάστηκε, κατάκοπος και καταιδρωμένος όπως ήτο, κοιτάζει γύρω του σαν τρελλός και τρέμει από φόβο, βλέποντας πως σε 20 μέτρα μπροστά του βρισκόταν ο μεγάλος γκρεμός, από όπου θα τον έρριχναν κάτω αν πρόφθαναν.

Ζ’  Έθιμα λαϊκού εορτολογίου

Έθιμα της Πρωτοχρονιάς

Τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς στολίζουν γιορτινά τα σπίτια. Ετοιμάζουν την πίττα που θα κόψουν, με τον ερχομό του νέου χρόνου. Μέσα βάζουν χρυσό νόμισμα και σε όποιον πέση θα είναι ο τυχερός της χρονιάς. Την παραμονή στολίζουν ένα τραπέζι με διάφορα γλυκίσματα και ξερούς καρπούς, παίρνουν ένα κλωνάρι εληάς με εληές επάνω, για το ποδαρικό, ένα ρόδι, σίδερο, μια πέτρα, μία κανάτα νερό αμίλητο, από ξένη βρύση και αρκετούς κουραμπιέδες. Αλοίφουν τη βρύση με μέλι και το πρωί ένας από το σπίτι σηκώνετε χωρίς να μιλήση στους άλλους, πλένεται, προσεύχεται και κάνει το ποδαρικό λέγοντας τις  ευχές «όπως είναι το ρόδι γεμάτο, να είναι και το σπίτι μας γεμάτο. Όπως είναι γερό το σίδερο, να είμαστε και εμείς γεροί. Όπως είναι βαριά η πέτρα να είναι και το πορτοφόλι μας βαρύ. Όπως τρέχει το νερό, (εκείνη τη στιγμή ρίχνει νερό κάτω) να τρέχουν τα καλά μέσα στο σπίτι μας. Γλυκειά σαν τον κουραμπιέ να είναι η χρονιά» Πιάνοντας εν συνεχεία το κλαδί της εληάς λέει «ξύλα και κλαδιά στου εχθρού τα μάτια. Όπως είναι αυτό το κλαδί φορτωμένο με εληές, έτσι να είναι και τα ελαιοκτηματά μας». Επίσης προσέχουν ποιος θα πρωτομπή μέσα στο σπίτι να είναι τυχερός και καλός. Την Βασιλόπιττα την κόπτει ο πατέρας και αρχηγός της οικογένειας, ή την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ή την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Κόπτοντας την Βασιλόπιττα ξεχωρίζει τα εξής κομμάτια

1) Του Χριστού και της Παναγίας, 2) του Αγίου Βασιλείου, 3) του νέου χρόνου, 4) του Πατέρα, 5) της Μητέρας, και των άλλων προσώπων ονομαστικώς του σπιτιού, 6) των κτημάτων, 7) και των ζώων. 

Των Φώτων

Παραμονή γυρίζουν τα παιδιά και ψάλλουν τα κάλανδα. Οι νοικοκυρές  μαζεύουν την στάχτη του δωδεκαήμερου και την ραντίζουν γύρω-γύρω στο σπίτι, για να απομακρύνη κάθε κακό. Την Παραμονή γυρίζει ο παπάς με τον αγιασμό και ραντίζει τα σπίτια ψάλλοντας. Την ημέρα των Φώτων, οι κάτοικοι των χωριών Σκοπέλου-Παπάδου-Μεσαγρού-Παλαιοκήπου και Πλακάδου, κατεβαίνουν στη θάλασσα, στον κόλπο της Γέρας, στο χωριό Πέραμα και εκεί στη θάλασσα ρίχνουν τον σταυρό. Με το ρίξιμο του σταυρού στη θάλασσα, πεύτουν αμέσως οι κολυμβηταί δια να τον πιάσουν, ενώ όλα τα πλοιάρια σφυρίζουν δυνατά. Αυτός που πιάνει τον σταυρό γυρίζει μετά μαζί με τους συντρόφους του, σε όλα τα σπίτια και καφενεία του χωριού Περάματος, καθώς και σ΄ όλα τα καφενεία όλων των άλλων χωριών, για να προσκυνήσουν τον σταυρό οι άνθρωποι και για να του δώσουν και το δώρο του σε χρήματα, μέσα στον δίσκο που περιφέρει έναν εκ των συντρόφων του.

Της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου)

Αν κατά την ημέραν της Υπαπαντής κάνει κρύο ή βρέχει πιστεύουν πώς έτσι θα εξακολουθήση ο καιρός επί 40 ημέρες. Άν πάλι είναι καλός θα εξακολουθήση καλός επί 40 ημέρες συνεχώς.

Του Αγίου Συμεών (3 Φεβρουαρίου)

Αυτή την ημέραν εορτάζουν οι έγκυες. Προσέχουν να μην κάνουν καμία εργασία, δεν τρώνε με κουτάλι ή πιρούνι και δεν πιάνουν μαχαίρια. Αν κάποια λησμονήση και εργασθή σε κάτι δεν πρέπει να της το υπενθυμίσουν, διότι μετά βάζει στο μυαλό της άσχημες ιδέες και μπορεί να πάθη κάτι, με αποτέλεσμα να γεννηθή το παιδί σημειωμένο. Σήμερα ζεί ένας άνδρας σημειωμένος εις το χωρίον Πλακάδος. Η μητέρα του πρό 60 ετών, όταν εγκυμονούσε, την ημέρα του Αγίου Συμεών, κρατούσε ψαλλίδι εις το χέρι της και έκοβε κάτι. Κάποια γειτόνισσα της που την είδε της λέει «Άχ καλέ, σήμερα είναι του Αγίου Συμεών και εσύ κάνεις δουλειά». Η έγκυος έβαλε αμέσως κακό στο μυαλό της. Πράγματι το παιδί που γεννήθηκε το δεξί του χέρι κάτω ήταν και είναι ψαλλίδι. Μια άλλη γυναίκα έκανε σάλτσα ντομάτας την ημέρα του Αγίου και γεννήθηκε το παιδί και είχε στο προσωπό του όλο κοκκινίλες ντομάτας. Επίσης άλλη γυναίκα βούρτσιζε πανταλόνι του ανδρός της την ημέραν του Αγίου. Όταν γεννήθηκε το παιδί είχε στο πρόσωπό του βούρτσα. Γι΄αυτό το βράδυ της ημέρας του Αγίου και όταν πρόκειται να κοιμηθούν παίρνει ο άνδρας νερό και ρίχνη στην γυναίκα του για να πλυθή, ενώ αυτή έχει τα χέρια της πίσω και μετά τα σκουπίζει στους γοφούς της και λέει «όλα τα κακά να μείνουν εδώ».

Έθιμα της Πρωτομαγιάς

Την παραμονή μαζεύουν άνθη και κατασκευάζουν στεφάνι, το οποίον αναρτίζουν πάνω από την πόρτα του σπιτιού. Στο στεφάνι τοποθετούν σκόρδο, τσουκνίδα και ερινό, για του εχθρού τα μάτια. Το στεφάνι μένει κρεμασμένο μέχρι το γενέσιον του Ιωάννου του Προδρόμου (24 Ιουνίου), οπότε την παραμονή το καίνε σε φωτιές. Το πρωί της πρωτομαγιάς ξυπνούν πολύ ενωρίς πρίν ακούσουν φωνή γαιδάρου. Αμέσως νηστικοί θα φάνε γλυκό, για να είναι τα λόγια τους γλυκά. Επίσης τρώνε και βλαστό από κλήμα, διότι πιστεύουν πως θα ακούγονται τα λόγια τους στα προξενιά. Το πρωί πίνουν όλοι γάλα και κάνουν ρυζόγαλο. Όσοι δε έχουν ζώα, το γάλα αυτής της ημέρας, το μοιράζουν, διότι το θεωρούν πολύ καλό για τα ζώα τους. Την ημέρα αυτή πηγαίνουν όλοι στην εξοχή και διασκεδάζουν. Την ημέραν αυτή υπάρχει η συνήθεια, να πηγαίνουν όλοι στην θάλασσα για να νιφτούν με θαλασσινό νερό σαράντα φορές, περιμένοντας σαράντα κύματα να έλθουν, διότι πιστεύουν πως μετά δεν θα υποφέρουν από πονοκέφαλο. Επίσης παίρνουν από την θάλασσα και μία μαλλιαρή πέτρα, δια να φέρει ευτυχία εις τα σπίτια τους.

Τής  Αναλήψεως

Την ημέραν αυτή υπάρχει η συνήθεια, να πηγαίνουν όλοι στην θάλασσα για να νιφτούν με θαλασσινό νερό σαράντα φορές, περιμένοντας σαράντα κύματα να έλθουν, διότι πιστεύουν πως μετά δεν θα υποφέρουν από πονοκέφαλο. Επίσης παίρνουν από την θάλασσα και μία μαλλιαρή πέτρα, δια να φέρει ευτυχία εις τα σπίτια τους.

Κυριακή της Πεντηκοστής ή γονατιστής.

Αυτή την ημέρα προσεύχονται για τις ψυχές των νεκρών γιατί πηγαίνουν πίσω στον Άδη. Την Κυριακή το πρωί πηγαίνουν στην εκκλησίαν με φύλλα καρυδιάς και γονατίζουν επάνω εις τα φύλλα, τοποθετώντας επάνω τους μανδήλι. Όταν ξηραθούν τα τοποθετούν μέσα στα μπαούλα, διότι πιστεύουν πως φυλάσσουν τα ρούχα από το σκόρο.

Το Γενέσιον Ιωάννου του Προδρόμου (24 Ιουνίου)

Την παραμονή 23 Ιουνίου ετοιμάζουν οι κοπέλες τον κλήδονα. Παίρνουν ένα πήλινο δοχείο το γεμίζουν αμίλητο νερό μαζεύονται όλες οι φίλες και οι γειτόνισσες και ρίχνουν από ένα σημάδι η κάθε μια μέσα, π.χ. ένα δακτυλίδι, βραχιόλι, κουμπί, καρφίτσα και άλλα διάφορα αντικείμενα. Όταν τα ρίξουν μέσα στο δοχείο, το σκεπάζουν μετά με κόκκινο πανί και το βάζουν μέσα σε ένα φούρνο να βλέπη Ανατολικά. Μετά το βράδυ της παραμονής παίρνουν τα στεφάνια που είχαν κρεμάσει την πρωτομαγιά στα σπίτια τους, καθώς και άχυρα ή κλαδιά και ανάβουν τρείς φωτιές και τις πηδούνε. Οι φωτιές ευρίσκονται η μία πίσω από την άλλη, σε απόσταση 2 μέτρων ή 3. Όταν πηδάνε τις φωτιές κρατάνε μια πέτρα και λένε πηδώντας «Άλισον, μάλισον μια τρύπα στο κεφάλισον» (εννοούν τον εχθρό). Την φωτιά την πηδούν τρείς φορές και την τρίτη φορά ρίχνουν την πέτρα που κρατούν στη φωτιά. Επίσης την παραμονή βγάζουν οι νοικοκυρές τα ρούχα από τα μπαούλα και τα κρεμάζουν στα σχοινιά, που δένουν μέσα σε ένα δωμάτιο, δια να μην τα λεκιάση με κιτρινιές, ο Αντροπιάς. Την ημέρα της εορτής του Γενέσιου του Προδρόμου μαζεύουν χαμόμηλο, ρίγανη και μαζεύονται όλες οι φίλες δια να ανοίξουν τον κλήδονα. Παίρνουν ένα αγόρι σκεπάζουν το κεφάλι του με κόκκινο πανί και αυτό βάζη το χέρι του και βγάζη κάθε φορά και από ένα σημάδι από τον κλήδονα. Πρίν όμως δούνε σε ποιάν ανήκει το αντικείμενο που βγάζη το παιδί, λένε ένα τραγούδι, που το αφιερώνουν σ΄αυτή που ανήκει το σημάδι, που κρατά το παιδί. Τραγούδια που λένε στον κλήδονα είναι όπως το αναφερόμενο «Μές στο σαλόνι της καρδιάς έπιπλο σ’ έχω βάλει, κι’ όποιος νομίζει πως μπορεί ας έλθη να σε βγάλη» και άλλα διάφορα, ανάλογα με αυτό που θέλουν να τονίσουν. Μετά αν τελειώσουν, αφού πρώτα ψυχαγωγηθούν με πολλά τραγούδια, γέλια και διάφορα αστεία, ρίχνουν το νερό του κλήδονα, σε ένα σταυροδρόμι.

Κοσμά και Δαμιανού Αναργύρων (1η Ιουλίου)

Τιμούν τους Αγίους διότι είναι ιατροί και οι άνθρωποι τάζονται για να γιατρευτούν από τις ασθένειες. Η πανήγυρις γίνεται στο εξωκλήσι που είναι στο μέσον των δύο χωριών της Γέρας Παπάδου και Σκοπέλου. Κάποτε εις αυτήν την εκκλησία είχε σταματήσει ένας ζευγάς (αυτός που έχει βόδια και οργώνει), διότι έβρεχε πολύ. Ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται Παυλής Ευστράτιος, από τον Πλακάδο καταγόμενος. Μέσα στην εκκλησία υπάρχει μια πέτρα στρογγυλή και όταν λειτουργούν βάζουν επάνω της άρτους. Αυτός ο Παυλής πήγε και κάθισε μέσα στο εξωκκλήσι, επάνω στην πέτρα, που τοποθετούν τους άρτους. Μέσα στην εκκλησία ήταν μια γριά γυναίκα. Μόλις τον είδε φώναξε «σήκω επάνω γιατί εκεί βάζουν τους άρτους και είναι μεγάλη αμαρτία». Αυτός όμως αρνήθηκε να σηκωθεί και δεν πίστεψε σε τίποτα. Δεν πέρασαν όμως ούτε δεκαπέντε λεπτά από την σύσταση της γριάς και έγινε το θαύμα. Καθώς καθόταν επάνω στην πέτρα της εκκλησίας, βάζει τις φωνές ο Παυλής λέγοντας «ζαλίστηκα, πιάστε με δεν βλέπω». Συγκεντρώθηκαν με τις φωνές του όλοι οι περαστικοί. Μέχρι το βράδυ έχασε εντελώς το φώς του. Οι συγγενείς του, οι γονείς του, η γυναίκα και τα αδέλφια του, προσεύχοντο και έκαναν όλοι τάματα, τον γύριζαν στους γιατρούς κλπ. Μετά από ένα χρόνο επανήλθε το φώς του και από τότε όλοι οι συγγενείς του και η οικογένειά του τιμούν τους Αγίους.

Πρώτη Αυγούστου

Από αυτή  την ημέρα αρχίζει η νηστεία του 15 Αύγουστου. Όσοι είναι ταμένοι στη χάρη της Παναγιάς βάζουν μαύρα ρούχα για τις 15 αυτές ημέρες. Τα μαύρα ρούχα  τα βάζουν την 31βράδυ της 14ης  Αυγούστου. Από  1- 6 Αυγούστου δεν πλένουν ρούχα, δεν λούζονται και αν υπάρξει ανάγκη δια να λουστούν ή να πλύνουν ρούχα, πρέπει πρώτα να ρίξουν καρφί εις το νερό του καζανιού. Εις την Μυτιλήνην εορτάζουν δύο ναοί την κοίμησην της θεοτόκου, ο ναός της Αγιάσου και ο ναός της Πέτρας. Η εικόνα της Παναγιάς της Αγιάσου είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά και είναι ένα σπάνιον έργον τέχνης. Προ πολλών ετών έγινε στην εορτή της Παναγίας ένα μεγάλο θαύμα. Την παραμονή της εορτής της πήρε φωτιά ένα σπίτι. Η φωτιά μετεδόθη και σε άλλα σπίτια και έφθασε μέχρι την εκκλησία. Ενώ στην εκκλησία ψαλλόταν ο εσπερινός, η φωτιά έφθασε στα κελλιά της και απειλούσε από τα παράθυρα, να μπή μέσα στην εκκλησία. Εκείνο το βράδυ κάηκε σχεδόν το μισό χωριό, η μισή Αγιάσος. Η μεγάλη δύναμη όμως της Παναγιάς, δεν άφηνε την φωτιά να προχωρήση μέσα στον ναό. Μια μεγάλη δύναμη την έσπρωχνε μακρυά. Μέχρι σήμερα οι Αγιασώτες θυμούνται και διηγούνται το μεγάλο κακό. Κάθε χρόνο οι πιστοί που προσέρχονται στη χάρη της υπολογίζονται στις 20 με 25 χιλιάδες. Επίσης στην Πέτρα εορτάζει ο ναός της κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Παναγιάς γλυκοφιλούσας. Το εικόνισμα της Παναγιάς της γλυκοφιλούσας, είναι έργο του Ευαγγελιστού Λουκά. Η εικόνα αυτή ταξίδευε με ένα καράβι. Λόγω θαλασσοταραχής το καράβι ηναγκάσθη και προσάραξε στο χωριό Πέτρα, όπου είναι παραθαλάσσιον και ευρίσκεται εις το Βόρειον μέρος της νήσου Λέσβου. Ο καπετάνιος την επαύριο της προσαράξεως του καραβιού, διαπίστωσε ότι η εικόνα της Παναγίας έλειπε. Γύρισε αμέσως όλο το χωριό και κατόπιν πολλών προσπαθειών, την βρήκε επάνω σε ένα ψηλό βράχο. Ο καπετάνιος αμέσως την επήρε και την έφερε στο καράβι. Αυτό συνέβη τρείς φορές. Τρείς φορές η εικόνα έφυγε και επήγε επάνω εις τον βράχο. Τρείς φορές ο καπετάνιος, την έφερε στο καράβι. Την Τρίτη φορά που την έφερε, βλέπει το βράδυ στον ύπνο του, την Παναγία και του έλεγε «Να μην με πάρης άλλη φορά από τον βράχο. Ευρίσκομαι πάλι εκεί, διότι θέλω να μείνω επάνω στον βράχο». Άλλοι δε χωριανοί ονειρεύθησαν εκείνο το βράδυ την Παναγίαν και τους έλεγε «θέλω εκεί που είμαι τώρα, να μου κτίσετε εκκλησία και την περιμένω». Ο καπετάνιος χάρισε την εικόνα στο χωριό. Αμέσως οι κάτοικοι του χωριού με μεγάλη προθυμία ήρχισαν να λαξεύουν τον βράχο και να σχηματίζουν σκαλοπάτια, δια να κτίσουν στην κορυφή του την εκκλησίαν. Τα σκαλοπάτια είναι 114.

Το Α’ Θαύμα

Στο βράχο επάνω κατά τους παλαιότερους χρόνους υπήρχε μοναστήρι και το χάλασαν οι Τούρκοι. Οι εργάτες όταν ήρχισαν να κτίζουν την εκκλησία, άνοιξαν τα θεμέλια όχι ακριβώς στα μέτρα της προηγούμενης εκκλησίας του μοναστηριού. Ηθέλησαν να την κάμουν μεγαλυτέρα από την προηγούμενη εκκλησία και επεξέτειναν τα θεμέλια. Την άλλην όμως ημέρα βρήκαν τα θεμέλια ακριβώς στο μέρος των θεμελίων της εκκλησίας του μοναστηριού. Οι κτίστες όμως πάλι εμεγάλωσαν το σχήμα της εκκλησίας και μετακίνησαν τα θεμέλια. Το ίδιο όμως συνέβη πάλι. Η Παναγιά περιόρισε το μέγεθος, εις το σχήμα της προηγούμενης εκκλησίας. Εφανερώθη δε εις τον ύπνον των επιτρόπων και τους είπε «ότι δεν ήθελε μεγαλεία και να αφήσουν τα πρώτα σημάδια». Πράγματι εκεί κτίστηκε η εκκλησία

Το Β’ Θαύμα

Εις τα εγκαίνια της εκκλησίας το γκαρσόν που ανέβασε το δίσκο με τα γλυκά γλύστρησε και έπεσε κάτω από τον βράχο, που έχει τεράστιο ύψος. Ως εκ θαύματος όμως δεν έπαθε τίποτα. Το περίεργο δε είναι, πως ούτε ένα ποτήρι δεν έσπασε, αλλά όλα στέκονταν όρθια και γεμάτα όπως τα είχε βάλει μέσα στο δίσκο το γκαρσόνι. Από τότε δε, έχουν γίνει πολλά θαύματα. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού και των γειτονικών χωριών, τιμούν την χάρη της.

Η’  Οι  Κατάρες

Κάθε γονιός πρέπει να αποφεύγη να καταράτε το παιδί του, διότι καμμιά φορά τυχαίνει κακιά ώρα και η κατάρα πιάνει. Κάποια μητέρα από τον Πλακάδο της Γέρας, καταράστηκε το παιδί της, όταν αυτό έχασε το μαχαιράκι του σπιτιού τους στη θάλασσα. Το παιδί ήθελε να πάη να κάνη μπάνιο. Ζήτησε το μαχαιράκι για να βγάλη θαλασσινά. Η μητέρα του το έδωσε και του είπε «πρόσεξε μην το χάσης διότι με αυτό ξύνω ψάρια». Το παιδί χωρίς να το θέλη το έχασε στη θάλασσα που έκανε μπάνιο. Όταν γύρισε στο σπίτι η μητέρα του, τον καταράστηκε λέγοντας, «εκεί που έχασες το μαχαιράκι εκεί να χαθής και εσύ». Σε οκτώ ημέρες, στον ίδιο τόπο ακριβώς, που έχασε το μαχαιράκι, πνίγηκε και το παιδί της.

 Το  Ε’ μέρος το αφηγείται η κ. Παναγιώτα Δαβλιάκου εκ Σκοπέλου Μυτιλήνης  ηλικίας 65 ετών, Ε’ Δημοτικού καθώς και η Αντιόπη Δρέττα. Το Ζ’ μέρος το διηγείται η κ. Δέσποινα Ζαφειρέλλη εκ Σκοπέλου Μυτιλήνης, Το Η΄μέρος είναι γνωστό εις εμέ και προέρχεται από την διήγησιν της Βλασίας Τάκα εκ Πλακάδου, ηλικίας 77 ετών,  Β΄Δημοτικού.

 Του μετ/μενου διδασκάλου

 Ιωάννου Ευστρατίου Ζαφειρέλλη

 Εν Αθήναις τη 10 Μαρτίου 1970.

(Το παρών κείμενο δημοσιεύθηκε από την εφημερίδα "ΓΕΡΑ" του Παγγεραγωτικού Συλλόγου Αθηνών)


 

Tuesday 20 April 2021

Ο Σκόπελος στην Οθωμανική απογραφή του 1830


Ο κατάλογος αφορά την καταγραφή των Χριστιανών κατοίκων της Επαρχίας Μυτιλήνης (Midilli Kazasi). Στο Σκόπελο καταγράφονται: 15 εύποροι φορολογούμενοι, 217 μεσαία φορολογούμενοι, 20 κατώτεροι / φτωχοί φορολογούμενοι, 10 έφηβοι, 128 αρσενικά παιδιά 0 άτομα με αναπηρία ή μή ικανά για εργασία, σύνολο 390. Με απλή αναγωγή και συνυπολογισμό του γυναικείου πληθυσμού, ο Σκόπελος είχε 780 κατοίκους, κατ' αναλογία και τα άλλα χωριά 580 ο Μεσαγρός, 442 ο Παπάδος, 212 ο Πλακάδος και 642 κατοίκους ο Παλαιόκηπος.

Πηγή: Μάκης Παυλέλης 

https://www.acarindex.com/guneydogu-avrupa-arastirmalari-dergisi/midilli-adasi-nin-nufusu-1830-1842-85821

Wednesday 21 October 2020

Η συγκομιδή των ελαιών - Δημοσθένης Π. Μελανδινός (1902)

Μυτιληνιός ταϊφάς

Τότε άλλη πανήγυρις ήτο η συγκομιδή των ελαιών εν τω καιρό του χειμώνος. Επί μήνα εν καιρώ ευτυχούς εσοδεία, διακοπτομένων των μαθημάτων, τέκνα και γονείς συναποφέροντες επί ημιόνων τα ανακαιούντα σκεύη και έπιπλα και ακολουθούμενοι από τους ραβδιστάς και τις μαζώχτριες, μετωκούμεν εις τας σκεπαστάς και τους πύργους των ελαιοκτημάτων προς συλλογήν του ελαιοκάρπου. Εκεί του όρθρου βαθέως εγειρόμενοι και εφοδιαζόμενοι δια των εφοδίων της ημέρας, απηρχόμεθα ψηλαφούντες πολλάκις εν τω σκότει εις τα πλησίον ή μακράν της κατοικίας κείμενα κτήματα, ένθα οι μέν ραβδισταί ανερχόμενοι επί των ελαιόδεντρων και ραβδίζοντες δια μακρών ράβδων, των τεμπλών, τον ελαιόκαρπον, έρριπτον αυτόν βροχηδόν κατά γης· αι δε μαζώχτριες, φέρουσιν την γραφικήν του Πλωμαρίου ενδυμασίαν και ως εν σειρά παρατάξεως οκλαδόν καθήμεναι, εσπευσμένως δια των δύο χειρών, εμάζευον, τον εις της πεζούλαις και τα πλευρά του κτήματος, ερριμένον ερυθρομέλανα καρπόν της ελαίας, όν επανειλημμένως έρριπτον εντός των προ αυτών καλαθίδων. Εν τη εργασία ταύτη, ασχολουμένων μόνον των χειρών, το στόμα ήτο ελεύθερον και αυτό να τεθή εις κίνηση. Διο εδώ μεν ήκουε τις διαφόρους συνομιλίας ή εύφυολογίας, κινούσας τον γέλωτα, εκεί δ’άλλος ήκουε τα περιπαθώς αδόμενα τραγούδια των μαζωχτριών και των ραβδιστών, τα οποία γλυκέως αντήχουν εις τα ελαιόφυτα εκ της ρίγανης και αξύστου και δεντρολιβάνου και φασκομήλου και άλλων αρωματωδών φυτών ευωδιάζοντα γραφικώτατα βουνά του Πλωμαρίου, και δι’ών εξεφράζοντο τα ποικίλα της ψυχής συναισθήματα. Ταύτα κατά συνειρμόν ιδεών μοι φέρουσιν εις την μνήμην μιαν συμπαθή και σεμνήν μαζώχτιάν μας, ήτις ηγάπα νέον τινά εξ άλλου τινός χωρίου, παρ’ ού νέου σφοδρώς και εκείνη αντηγάπατο και μόνο οι γονείς αυτής αδυσωπήτως αντέτασσον εις την ένωσιν ταύτην πείσμονα άρνησιν. Η δια τούτου δυστυχής μαζόχρια, μαζεύουσα ελαίας, ήθελε ν’απομονούνται δια να κλαίη τον κρυφό της πόνον της, δια τον οποίον εικονικότατα παριστώσι τα μόλις εκ των χειλέων αυτής εξερχόμενα δίστιχα:

Ω θάλασσά μου γερανιά, που τα ποτάμια πίνεις,
πιε μου κι εμέ τα δάκρυα πλατύτερα να γείνης.
Σαν έλθης κ’ εύρης λείψανο μέσα στο κρύο χώμα
και τότε, γλυκειά ’γαπη μου, θα σ’αγαπώ ακόμη….

Ο δε νέος διερχόμενος πότε πλησίον ενός κτήματός μας και ιδών μακρόθεν το ίνδαλμα τούτο της καρδιάς του, υπεχώρησεν εις το ισχυρόν αίσθημά του και αφήσας την λυσίπονόν του φωνήν ετραγώδησεν ανά τους φάραγγας και τα άλση εκείνα με παράπονον:

Ω ουρανέ, μη βρέξης πειά, κάνε μ’αυτή τη χάρι,
κ’εγώ με τα ματάκια μου ποτίζω το χορτάρι.
Θολόνουνε τα μάτια μου και τρέμει η καρδιά μου,
μήπως σε χάσω, αγάπη μου, από την αγκαλιά μου.

Ευτυχώς όμως δεν έχασεν ο νέος ούτος την αγάπην του, διότι ακολούθως τη μεσολαβήσει σεβαστού προσώπου ετελέσθη το συνοικέσιο τούτο· οι δε διά των ευλογιών της Εκκλησίας, των ευχών των γονέων και της αγάπης συναρμοσθέντες τότε νέοι, ζώσι και σήμερον ευτυχείς.
Αλλ’ επανέλθωμεν είς το μάζευμά μας. Εβράυαζεν η ημέρα, και ημείς παραλαμβάνοντες πάντα επεστρέφομεν οίκαδε. Εκεί συναθροισθείσαι ελαίαι ερρίπτοντο εις αποθήκην μεγάλην, την λεγόμενην παττήν και ηλατίζοντο δι’ιδιάζοντος τρόπου, εποτίζοντο και εδένοντο τα ζώα είς τους σταύλους των, ετακτοποιούντο όλα είς τας οικείας θέσεις, και είτα συναθροιζόμενοι πάντες εν τη σκεπαστή πέριξ της εκ χονδρών κορμών δένδρων εξαπτούσης εν τη εστία πυράς, ανεπαυόμεθα εν μακαρία ευδαιμονία ακούοντες τας διηγήσεις και τα ανέκδοτα των εμπειροτέρων. Ακολούθως δειπνούντες μετ’ ορέξεως ταώνος, ερριπτόμεθα άνευ βεβαίως φαρμάκων κατά της αϋπνίας είς τας γλυκείας του Μορφέως αγκάλας, έστω και επί σκληροτάτης, κλίνης, όπως εν ευθυμία και χαρά πορευθώμεν την επομένην εις το αθροιστικόν μας έργον. Τότε εγώ ήμην ο Ερμής του πατρός μου, άλλοτε κομίζων παραγγελίας αυτού εις τους ραβδιστάς ή της μαζόχτριες και άλλοτε στελλόμενος υπ’ αυτού κατεσκόπευον μη δραπετεύσωσι τα ανά το κτήμα βρίσκοντα υποζύγια. Η δε η εργασία μου αύτη γενναίως ημείβετο την εσπέραν διά γενναίας δόσεως γλυκυτάτων ισχάδων και ευγεύστων καρύων, ιδίως δε διά περιπετειώδους τινός και πλήρους δρακόντων και νηρηΐδων παραμυθιού της γιαγιάς μου.

Ούτω εξηκολούθει η συνάθροισις των ελαιών μέχρι το απομαζώματος. Τότε, κατ’ επικρατήσαν έθιμον, ερρίπτοντο αθρόως πυροβολισμοί, την δ’εσπέραν παρεσκευάζοντο είς το μέλι πνιγόμενοι φουσκωτοί λουκουμάδες και παρετίθετο είς άπαν το εργασθέν προσωπικόν πλούσιον δείπνον, καθ’ο γενναίος έρρεν ο ρωστικότατος πλωμαρίτικος οίνος και ανεπέμποντο οι μάλλον διάπυροι και ειλικρινείς ευχαί υπέρ γενναιοτέρας καρποφορίας των κτημάτων και ευημερίας του αφεντικού. – Ιδού πως τότε η εργασία συνδυαζόμενη μετά της ολογαρκείας και της ευθυμίας παρείχεν υγεία και ευτυχίαν είς τους ανθρώπους.

Εν Μυτιλήνη 1902

Δημοσθένης Π. Μελανδινός

Απόσπασμα από το διήγημα «Τότε και τώρα» από το Ημερολόγιον «Η Λέσβος» 1912 της Χαρίκλειας Π. Μελανδινού. Εν Κωνσταντινούπολει 1911

Tuesday 20 October 2020

Ο Μιναρές - του Μίλτου Κουντουρά και η λογική της καρδιάς


Σκόπελος, δεκαετία '30 μικρό απόσπασμα φωτογραφίας από κάρτ ποστάλ του Παναγιώτη Κεμερλή

Ο Μίλτος Κουντουράς

Άκουσα ένα τραγούδι μακρόσυρτο και θλιβερό απόψε που ετάραξε την ψυχή μου. Η νύχτα ήτανε γαλήνια και το κολοβωμένο φεγγάρι ακόμη δεν είχε βγει να φέρει τη μυστική ανησυχία, να ταράξει και να εξαφανίσει τ’άστρα που ανύποπτα τώρα έβλεπαν άπληστα τη γη και διηγιόνταν ανάμεσό του παλιές ιστορίες. Την ψυχή μου που αρκετή ώρα την εβύθιζε σε ακατάληπτη αποχαύνωση ο μονότονος ήχος του ρολογιού και ο πένθιμος μα γλυκειός τόνος της κουκουβάγιας και δεν κατόρθωνε να τηνε ξυπνήσει το μακρινό ούρλιασμα κάπιου σκύλου ή καμιάς πόρτας μακρυά το γοερό ανοιγοκλείσιμο – την ψυχή μου απόψε ετάραξε το μακρόσυρτο και θλιβερό ανατολίτικο τραγούδι που μου θύμισε την παλιά, την παλιά, τη γνώριμη και για πάντα χαμένη μελωδία του μουεζίνη.
          Αχ, όμορφο και γλυκό τραγούδι του μουεζίνη, που ακούοντας το σκοπό που γεννήθηκα, που μεγάλωσα ακούοντάς σε και που νανούρισες τα πιο χαριτωμένα χρόνια της νιότης μου, αχ, με τι νοσταλγία σε θυμούμαι, τώρα!
         Εζούσα τότε ξένοιαστός κ’ ευτυχισμένος στην αγκαλιά τη ζεστή της μαννούλας μου, εζούσα παντοτινά παίζοντας με την αδελφούλα μου, κι ακούοντας τις ιστορίες του πατέρα μου που μου ζωγράφισαν κάποια νέα παραμυθένια, ένα μέλλον της φυλής μου ρόδινο κι ονειρευτό που έπρεπε ν’αγαπώ και να γυρεύω πάντα την πραγματοποίηση του…
          Το θυμάμαι τώρα… Ήτανε γλυκό το τραγούδι του μουεζίνη το θλιβερό και μεθυσμένο από τον πόνο. Μα έπρεπε να μισώ το τραγούδι εκείνο τότε που εμπόδιζε να δω ζωντανεμένες τις ιστορίες του πατέρα μου. Κι όταν τη μέρα με τους φίλους μου το μουεζίνη ν’αργογυρίζει στο στρογγυλό μπαλκονάκι του αψηλού μιναρέ, μια προσευχή έβγαινε από την ψυχούλα μας, που μαθαίναμε από τους πατέρες μας: να γκρεμιστεί από το ύψος του μιναρέ ο μουεζίνης.
           Κι όταν τη νύχτα άκουα πάλι το τραγούδι του μουεζίνη, έπεφτα στην αγκαλιά της μάννας μου, μα τα μάτια μου αφηρημένα στρεφόντανε προς τα εκεί και είχα τ’αυτιά μου στηλωμένα προς το τραγούδι του μουεζίνη. Έμαθα να φοβούμαι το τραγούδι αυτό, κι όμως με αγάπη περίμενα την ώρα που θα ξανακουστεί και με λύπη περίμενα την ώρα που θα ξανακουστεί και με λύπη περίμενα το τέλος του. Ήταν γεμάτο πόνο κι αγάπη για κάτι άγνωστο και μακρινό… Αχ με πόση αγάπη έτρεχα με τη γιαγιά μου στο παράθυρό της για να δω το μουεζίνη που ανεβασμένος κοντά στα σύννεφα στόλιζε τον μιναρέ του με τα φαντασμαγορικά του καντήλια, μες τη νύχτα, και ν’ακούω τον πονεμένο σκοπό του! 
            Τώρα πια η γιαγιά μου είναι πεθαμένη, στο μιναρέ έχτισαν οι κουκουβάγιες και το τραγούδι του μουεζίνη δεν ακούγεται πια! 
            Ω γλυκειά και πονεμένη μελωδία που σε μισούσα ενώ πολύ σ’αγαπούσα κι όλας! Ήσουνα σαν το χασίς που μ’έριχνε σ’ένα όνειρο τη χαμένη για πάντα εκείνη τη ζωή, καθώς που και τότε ήθελα να σ’ακούσω για να ονειρεύομαι το παράδεισο που το σκληρό χέρι ενός ευεργέτη και σωτήρα μου το αφήρεσε και που η ανάμνησή του τώρα με φέρνει σε απελπισία.
          Αχ, σε μισούσα κι όμως ήθελα παντοτινά να σ’ακούσω! Αχ σ’αγαπώ τώρα πολύ και θέλω πάλι να σε ξανακούσω για να ξαναζήσω σε όνειρο τη χαμένη εκείνη πάντα ζωή, καθώς που και τότε ήθελα να σε ακούω για να ονειρεύομαι το θρυλικόν εκείνο ψευτόκοσμο που μου επαγγέλονταν τα παραμύθια του πατέρα μου…
           Ζούσα τότε σ’ένα όνειρο μίσους και σ’ένα όνειρο αγάπης. Φανταζόμουνα τότε τον εαυτό μου τυλιγμένο στον κόκκινο χιτώνα του μαρτυρίου, ενώ ήμουνα μαλακά χωμένος στο χαρεμικό και πορφυρένιο πέπλο ηδονής…Ονειρευόμουν μιαν άσπρη κι ανέφελη ζωή χαράς κ’ ενέργειας κ’ ελευθερίας κι απόχτησα τώρα τη γεμάτη δυσωδία πραγματικότητα και το άχαρο και ξεθωριασμένο μίσος των δικών μου.
          Ω, ανάθεμά σας αδέλφια μου που ήρθατε να με απολυτρώσετε από τον ηδονικό ζυγό του μουεζίνη και μου καταστρέψατε τις δυνατές και κόκκινες λαχτάρες και τα όνειρα του Μίσους και της Αγάπης. Μου ξεπλύνατε και ξεθωριάσατε όλα τα βαθειά και δυνατά και παθητικά χρώματα της ψυχής μου και με διδάξατε να συμπαθώ ό,τι δυνατά έμαθα ν’αγαπώ…
          Αχ, θλιμμένη μελωδία του μουεζίνη πόσο ταιριάζεις τώρα με τη ψυχή μου και πόσα γκρεμισμένα ερείπια ωραίων κόσμων μου φανέρωσες απόψε!
          Μα κρίμα! Ψεύτικο και το τραγούδι αυτό που άκουσα απόψε… Ήταν ένα θλιμμένο παράπονο κάποιου ανατολίτη που τον τραβάνε αύριο στο Μέτωπο να του δολοφονήσουν τη ζωή το, αφού πρωτύτερα του δολοφόνησαν την ψυχή του

Χίος 30 Απριλίου 1917, Μίλτος Κουντουράς

[Ο μιναρές του Σκοπέλου, που ενέπνευσε τον Μίλτο Κουντουρά, δεν υπάρχει σήμερα. Ο μόνος μιναρές της Γέρας είναι εκείνος του Μεσαγρού, που αργά αλλά σταθερά νικιέται από το χρόνο και από την ανεξήγητη (;) αδιαφορία των αρμοδίων!
Νέα Φιλαδέλφεια, 21 Σεπτεμβρίου 2007

Ευαγγελία Καπετάνιου

Εφημερίδα Γέρα 2007]

Κι ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Βασίλης ο Αρβανίτης" του Στράτη Μυριβήλη σχετικά με τη συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στη Λέσβο.

"Είχαμε και κάμποσους Τούρκους στο χωριό κείνα τα χρόνια και μεγάλη έχτρα στεκόταν ανάμεσα στις δυο φυλές. Ειρηνικά περνούσαμε, όμως απ' έξω απ' έξω, όσο ο ένας είχε την ανάγκη τ'αλλουνού. Αυτοί βαστούσαν την εξουσία, εμείς τα χτήματα, την εξυπνάδα και τον παρά. Χώρια οι καφενέδες μας, χώρια τα γλέντια, χώρια κ΄οι γιορτές"