Tuesday 25 August 2020

Ο Μαστρανώνης Β' Μέρος

Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Εμμ. Στρογγύλη

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΑΣΗΜΩΝ ΑΝΔΡΩΝ


(Σκοπελιανές Ιστορίες) 

Β' Μέρος
Μέρος Α'

Ο Αριστείδης Καλάργαλης στο καφενείο του


Το καφενείο του Αριστείδη Καλάργαλη ήταν σαν μια ανεπίσημη λέσχη. Πολυτελές για την εποχή του, ολοκάθαρο (γι αυτό είχε τον τίτλο ΤΟ ΔΙΑΥΓΕΣ) και ζεστό, συγκέντρωνε τον καλύτερο κόσμο του χωριού. Οι πιο μορφωμένοι, οι πιο επίσημοι, οι πιο σοβαροί, εκεί μαζευόταν κι έπιναν τον καφέ τους ή το ποτό τους κι έπαιζαν το τάβλι τους, μέσα σε ήσυχο και φιλικό περιβάλλον. Κάποτε ήρθε στη σκέψη του καταστηματάρχου να διοργανώσει πρωτάθλημα ταβλιού μεταξύ των πελατών του. Ήταν κι αυτός ένας αξιόλογος άνθρωπος. Εύθυμος, χαρούμενος, φιλικός, με καλλιτεχνικές διαθέσεις (έπαιζε καλό βιολί ερασιτεχνικώς) δημιουργούσε ατμόσφαιρα στο καφενείο του.

Μετά από τις απαιτούμενες συζητήσεις, δήλωσαν συμμετοχή  32 ταβλαδόροι, μεταξύ των οποίων  και ο Μαστραντώνης. Έκαναν κλήρωση και βγήκαν τα ζευγάρια που θα διαγωνίζοντο στην αρχή. Στη δεύτερη φάση θα έπαιζαν οι νικητές και στην Τρίτη πάλι οι νικητές ώσπου να έμεναν δύο στον τελικό. Σύστημα κατά την ποδοσφαιρική ορολογία νοκ-άουτ. Οι ηττημένοι έβγαιναν έξω απ την αρχή.

Ο Μαστραντώνης κληρώθηκε να παίξει με τον νεαρότατο τότε Δημήτριο Ευστρ. Ανδριάνη. ( Για όσους δεν τον θυμούνται, ήταν ο αδελφός του Κώστα Ανδριάνη που παντρεύτηκε κι εγκατεστάθηκε στον Παπάδο. Έφυγε όμως στην Αθήνα και ξεχάστηκε).

Αυτό άλλοι το θεώρησαν εύνοια της τύχης κι άλλοι μειωτικό για τον Μαστραντώνη που θεωρείτο το φαβορί του διαγωνισμού σαν ο καλύτερος ταβλαδόρος του χωριού. Όμως η τύχη ή μάλλον το ζάρι άλλα θέλησαν. Ο Μαστραντώνης έχασε την παρτίδα και μάλιστα με 7-2. Μόλις τελείωσε το τελευταίο παιχνίδι, το ήσυχο άλλες ώρες καφενείο σείστηκε απ τις φωνές, τα γέλια, τα πειράγματα, τα χειροκροτήματα. Ο μόνος που δεν έβγαλε λέξη ήταν ο Μαστραντώνης. Ατάραχος, ανέκφραστος, έβγαλε το πακέτο τα τσιγάρα, άναψε ένα τσιγάρο, αποτελείωσε τον καφέ του κι έφυγε χωρίς να πει τίποτε.

Την άλλη μέρα το πρωί ο Αριστείδης ήρθε στο μαγαζί του πατέρα μου κι αγόρασε ένα πένθιμο χαρτοφάκελλο (είχε ένα πόντο μαύρη γραμμή και το φάκελλο και η κόλλα)

Με φώναξε να γράψω εγώ το συλληπητήριο που θα έστελναν στον Μαστραντώνη,για να είναι τα γράμματα παιδικά και να μην υποπτευθεί κάποιον γνωστό του. Μου έλεγε ο μακαρίτης Αριστείδης κι εγώ έγραφα.

Γράψαμε τις τρεις σελίδες με τα συνηθισμένα λόγια παρηγοριάς σε κάποιον που έχασε ένα πολύ αγαπημένο του πρόσωπο. Δεν λέγαμε όμως ποιό. Στη τελευταία σελίδα γράψαμε περίπου τα εξής: «Ελπίζουμε Μαστραντώνη να σε λυπηθεί ο Θεός και να σου στείλει την εξ ύψους παρηγορίαν και να σε προστατέψει άλλη φορά να μην χάσεις στο τάβλι από ένα παιδαρέλι που ακόμα δεν ξέρει πού πάνε τα πούλια. Σου συνιστούμε να μην κάνεις και καμμιά απόπειρα, ούτε να κόψεις το τάβλι, ούτε να δαγκώσεις τα ζάρια σαν τον Παπλωματά (ένας άλλος συγχωριανός μας φανατικός ταβλιαδόρος).

                                                            Οι καλοί σου φίλοι που σ’ αγαπάνε

 

Βάλαμε γραμματόσημο και το ρίξαμε στο κουτί του ταχυδρομείου. Την επομένη μέρα  ο Μαστραντώνης έλαβε το γράμμα αλλά για κάποιον λόγο δεν το άνοιξε.

Το βράδυ όταν πήγε στο καφενείο κάθισε στο τραπέζι που καθόταν ο δάσκαλος ο Ιωαν. Μιχαλακέλλης κι αφού ήπιε μια ρουφηξιά καφέ κι άναψε ένα τσιγάρο, έβγαλε από την τσέπη του το πένθιμο γράμμα και το έδωσε στον δάσκαλο να το διαβάσει. Ο δάσκαλος το άνοιξε προσεκτικά ενώ το πρόσωπο του σοβαρεύτηκε. Θα υπέθεται πως κάποιος στενός συγγενής του Μαστραντώνη θα είχε πεθάνει. Άρχισε να το διαβάζει αργά και με ανάλογη φωνή. Μερικοί που είχαν μαθει για την αποστολή του γράμματος παρακολουθούσαν με τρόπο κάνοντας πως βλέπουν αλλού. Όταν όμως ο δάσκαλος έφθασε στην τέταρτη σελίδα και διάβασε αυτά που έλεγε για το τάβλι κ.λ.π. κι αντελήφθηκε περί τίνος επρόκειτο, ξέσπασε σε γέλια ακράτητα. Το ίδιο άρχισαν κι οι υπόλοιποι θαμώνες του καφενείου. Πρώτα αυτοί που το ήξεραν κι ύστερα οι άλλοι που το έμαθαν κείνη την ώρα. Ο Μαστραντώνης πήρε το γράμμα πίσω το έβαλε στην τσέπη του, ήπιε τον καφέ του, άναψε και δεύτερο τσιγάρο και δεν είπε λέξη. Έφυγε μετά από λίγο και για κάμποσο καιρό άλλαξε καφενείο. Μπορεί να παρεξηγήθηκε.

 

Το άλλο επεισόδιο ήταν πιο σοβαρό. Το έζησα κι αυτό ο ίδιος προσωπικά.

Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1935. Είναι αρχές του χρόνου κι η χώρα βρίσκεται σε έντονη προεκλογική περίοδο. Τα πάθη είναι σε έξαρση. Το αποτέλεσμα των εκλογών θα είναι καθοριστικό. Θα ισχύσει το «Ουαί τις ηττημένοις». Κάποια ημέρα αυτής της περιόδου ένας πελάτης του πατέρα μου, ο Κώστας Σκούφος (νοικοκύρης κι αυτός από τους λίγους, ήσυχος και γελαστός άνθρωπος) αγόρασε ένα σακκί αλεύρι, το φορτώθηκε στην πλάτη του και το πήγε στο σπίτι του. Τότε οι περισσότεροι συγχωριανοί ζύμωναν μόνοι τους. Αφού το άφησε εκεί γύρισε πίσω προς την αγορά να πάει στο καφενείο.

Ο Μαστραντώνης τον είδε προηγουμένως που πέρασε μπροστά απ το μαγαζί του φορτωμένος με το σακκί  το αλεύρι και όταν τον είδε να ξαναγυρίζει του είπε «Βλέπω Κώστα το αλεύρι το παίρνεις τώρα με το σακκί». «Γιατί να μην το πάρω;» απάντησε εκείνος «αφού είναι τζάμπα!» «Γιατί είναι τζάμπα;» ρώτησε περίεργος ο Μαστραντώνης. «Καλά εσύ δεν το έμαθες και είσαι μες την αγορά;» ξαναείπε ο Σκούφος «Δεν ξέρεις ότι ο Βενιζέλος διέταξε τον Στρογγύλη να δώσει από ένα σακκί αλεύρι σε κάθε οικογένεια που τον ψηφίζει; Θα το πληρώσει εκείνος.» «Αλήθεια Κώστα;» ξαναρώτησε ο Μαστραντώνης. « Ε! Τώρα παιδιά είμαστε, ψέμματα θα σου πω;» είπε ο Σκούφος κι έφυγε για το καφενείο.

Ο Μαστραντώνης τον πίστεψε γιατί τότε γινόταν πολλές τέτοιες δωρεές χάριν της ψήφου. Όταν αργότερα έκλεισε το μαγαζί του πέρασε μπροστά απ το μαγαζί του πατέρα μου και του φώναξε «Κυρ’  Μανώλη στείλε μου και μένα ένα σακκί αλεύρι στο σπίτι» «Εντάξει» του φώναξε ο πατέρας μου «αύριο το πρωί»

Όπως κι έγινε. Ο υπάλληλος του πατέρα μου Θρ.Ζαχαρίας έβαλε ένα σακκί αλεύρι στην πλάτη του και το πήγε στο σπίτι του Μαστραντώνη.

Έγιναν οι εκλογές, ο Βενιζέλος τις έχασε, έκανε κίνημα κι έφυγε στο εξωτερικό.

Ο Μαστραντώνης ερχόταν κάθε μέρα στο μαγαζί του πατέρα μου και ψώνιζε αλλά κανένα λόγο δεν έκανε για το σακκί το αλεύρι. Ήταν πελάτης τοις μετρητοίς κι ο πατέρας μου τον σεβόταν και τον εκτιμούσε πολύ και δίσταζε να του πει κάτι που να τον δυσαρεστούσε. Ένα βράδυ όμως, αφού ψώνισε και πλήρωσε ο πατέρας μου του είπε πολύ ευγενικά «Μαστραντώνη εκείνο το σακκί το αλεύρι να το περάσω στο βιβλίο να το πληρώσεις όποτε θέλεις;» ο Μαστραντώνης κάπως απότομα είπε «Γιατί να το πληρώσω κυρ’ Μανώλη αφού σου το πλήρωσε ο Βενιζέλος;» ο πατέρας μου τάχασε «Τι είναι αυτά που λες, πότε με πλήρωσε ο Βενιζέλος και γιατί;»

«Δηλαδή κυρ’ Μανώλη, εμείς θα την πληρώσουμε πάλι ο απλός λαός;. Επειδή δεν κερδίσαμε τις εκλογές τώρα παίρνετε πίσω αυτά που τάξατε και δώσατε; Τι φταίμε εμείς; Εγώ ξέρεις τι αγώνα έκανα για το Βενιζέλο και τώρα θέλεις να σου πληρώσω το σακκί το αλεύρι; Δεν είναι τίμια πράγματα αυτά κι εσύ δεν έπρεπε να μου ζητήσεις να σε πληρώσω;»

Ο πατέρας μου θίχθηκε αλλά και απόρησε «Τι είναι αυτά που λες Μαστραντώνη; Πού έμαθες εσύ ότι με πλήρωσε ο Βενιζέλος; Ποιός σου είπε τέτοιο πράγμα;» Μου το είπε σοβαρός άνθρωπος που πήρε κι αυτός» είπε ο Μαστραντώνης. «Πες μου ποιος είναι να τον φωνάξουμε τώρα να μας το πει μπροστά μας, ποιος είναι;»

«Ο Κ. Σκούφος» απάντησε

«Πήγαινε φώναξε απ το καφενείο το Κ. Σκούφο» μου είπε ο πατέρας μου. Το καφενείο ήταν δίπλα ,έτρεξα και τον φώναξα. Ήρθε γελαστός όπως πάντα. Σαν  είδε τον Μαστραντώνης και τον πατέρα μου σοβαρούς να τον κοιτάνε με ύφος ερευνητικό και με κάποια αγωνία, κάτι θυμήθηκε, κάτι υποψιάστηκε και το χαμόγελό του έγινε πιο μεγάλο «Έλα βρε Κώστα του είπε ο πατέρας μου, τι είναι αυτά που λέει ο Μαστραντώνης; Σου έδωσα εγώ ένα σακκί αλεύρι για να ψηφίσεις το Βενιζέλο; Κι έδωσα σε όλους όσους ψηφίζουν το Βενιζέλο;»

«Έλα μωρέ ένα αστείο είπα» απάντησε ο Σκούφος κι έβαλε τα γέλια.

«Μωρέ αστείο ήταν αυτό που κοντέψαμε να παρεξηγηθούμε με τον Μαστραντώνη ύστερα από τόσων χρόνων φιλία;»

Κι αφού δόθηκαν όλες οι εξηγήσεις και το θέμα γύρισε στους λόγους  της αποτυχίας του Βενιζέλου ο Μαστραντώνης ρώτησε πόσο κάνει το σακκί το αλεύρι, έβγαλε αμέσως πλήρωσε και το θέμα έληξε εκεί.

 

Γρηγόρης Κωνσταντέλιας βιολί

Και τώρα το τελευταίο επεισόδιο.

Είπαμε ότι τον Μαστραντώνη τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν όλοι στο χωριό. Ένας όμως που τον θαύμαζε κυριολεκτικά κι έτρεχε από πίσω του και καθόταν όπου καθόταν και κείνος ήταν ο Γρηγόρης ο Κωσταντέλιας. Πρόσφυγας κι αυτός και μεγάλος μουσικός. Έπαιζε βιολί αλλά τι παίξιμο ήταν αυτό ;Το βιολί του κελαηδούσε, έκλεγε, αναστέναζε. Δεν ήταν απλό παίξιμο, δεν ήταν ήχος από χορδές, ήταν ήχος που έβγαινε από ανθρώπινα σπλάχνα, ήταν γέλιο, χαρά, κλάμα, αναστεναγμός ανθρώπινης καρδιάς. Αν ζούσε σήμερα θάταν περιζήτητος στα τηλεοπτικά κανάλια.

Αυτός λοιπόν ο φίλος του Μαστραντώνη έκανε ότι μπορούσε για να τον αναγκάζει να μιλά για οτιδήποτε για να τον ακούει. Πάντα όμως με σεβασμό κι ευγένεια χωρίς ποτέ να τον μειώνει ή να τον εκθέτει ή να τον θίγει. Μάλλον προσπαθούσε να τον εξυψώνει στα μάτια των άλλων. Και το επεισόδιο αυτό άρχισε αθώα κι εξελίχθηκε μετά. Έπιναν τον καφέ τους ένα απόγευμα στο καφενείο του Βράκα όταν κάποια στιγμή ήρθε η έμπνευση στον Κωσταντέλια να πει στον Μαστραντώνη

«Δεν πάμε δίπλα στο Στρογγύλη να πάρουμε δύο λαχεία του Στόλου να δούμε μπας και μας χαμογελάσει κι εμάς η τύχη και γλιτώσουμε τα βάσανα του χωριού. Βαρέθηκα ν ακούγω τα μαξούλια, θάχουμε δε θάχουμε. Να κερδίσουμε το λαχείο να πάμε σε καμμιά πόλη να ζήσουμε σαν άνθρωποι. (Η μανία της φυγής ήταν από τότε στο μυαλό όλων)

Ο Μαστραντώνης συμφώνησε. Μπήκαν στο μαγαζί του πατέρα μου κι αγόρασαν από ένα λαχείο. Πέντε δραχμές κόστιζε κι η κλήρωση γινόταν κάθε μήνα. Κι ο πρώτος αριθμός κέρδιζε 100.000 δρχ.


Καφενείο στο Παπάδο, ~1935 με τα γυαλιά Γρηγόρης Κωνσταντέλια, δεξιά Μιχαλάκης Ονυφριάδης, και τέρμα δεξιά ο Θεοφάνης Μουρόπουλος

Όταν γύρισαν στο καφενείο ο Γρ. Κωσταντέλιας έβγαλε ένα τεφτεράκι απ την τσέπη του κι είπε στο Μαστραντώνης «Δωσ’ μου το λαχείο να γράψω τον αριθμό στο τεφτεράκι μου μαζί με τον αριθμό του δικού μου και να τα φυλάξουμε στα σπίτια μας μην τα χάσουμε. Θα δούμε στην εφημερίδα άμα γίνει η κλήρωση αν κέρδισαν ή όχι»

Ο Μαστραντώνης έβγαλε το λαχείο και ο Γρ. Κωσταντέλιας έγραψε στο τεφτεράκι του και τους δύο αριθμούς.

Πέρασαν οι μέρες, έγινε η κλήρωση και οι δύο φίλοι έπιναν τον καφέ τους στο ίδιο καφενείο του Βράκα. Ήταν βράδυ κι είχαν ανάψει τα φώτα. Κάποια στιγμή, κάπως αδιάφορα ο Γρ. Κωσταντέλιας έπιασε από το διπλανό τραπέζι την εφημερίδα που είχε το καφενείο για τους πελάτες. Ήταν το «ΦΩΣ» που έβγαζε στη Μυτιλήνη ο Αθ. Γκράβαλης. Έριξε μια ματιά και πάλι κάπως αδιάφορα είπε «Έγινε η κλήρωση, να κι οι αριθμοί. Για να δούμε και τα δικά μας τα λαχεία. Όχι πως περιμένουμε να κερδίσουμε αλλά να μην πούμε μετά γιατί δεν τα είδαμε. Εμείς αν είχαμε τύχη θάμασταν τώρα στην πατρίδα μας ή σε κάποια πόλη».

Κι ενώ μιλούσε έβγαλε το τεφτεράκι του, το άνοιξε κι άρχισε να ψάχνει την εφημερίδα. Κάποια στιγμή έγειρε προς τα πίσω κι άρχισε να μιλά παραληρώντας.

«Παιδιά......Μαστραντώνη.......για δέστε εδώ.... για δέστε... για δέστε ο Μαστραντώνης κέρδισε τον πρώτο αριθμό... εκατό χιλιάδες....Κοιτάξτε ρε παιδιά.

Έτρεξαν μερικοί απ τα διπλανά τραπέζια κοίταξαν  την εφημερίδα και το τεφτεράκι του Γρ. Κωσταντέλιας και βεβαίωσαν όλοι ότι πράγματι ο αριθμός που ήταν γραμμένος στο τεφτεράκι ήταν αυτός που έγραφε η εφημερίδα πως κέρδισε τον πρώτο αριθμό.

Ο Μαστραντώνης ατάραχος ,ανέκφραστος, λες κι επρόκειτο για άλλον δεν έβγαλε λέξη. Όταν πια συνήλθε ο Γρ. Κωσταντέλιας είπε με έντονο ύφος και με κάποια αγωνία « Μαστραντώνης που είναι το λαχείο; Πού το έχεις;» «Στο μαγαζί στο συρτάρι» απάντησε εκείνος. « Έ τι κάθεσαι; Τρέξε φέρτο να δούμε αν είναι αλήθεια» είπε επιτακτικά ο Γρ. Κωσταντέλιας. Ο Μαστραντώνης σηκώθηκε αργά και επιβλητικά κι έφυγε για το μαγαζί του, ενώ όλοι στο καφενείο σχολίαζαν το μεγάλο αυτό γεγονός. Σε λίγο γύρισε ο Μαστραντώνης κρατώντας το λαχείο. Το παρέλαβαν με την εφημερίδα κι είδαν πράγματι ότι ήταν ο ίδιος αριθμός που κέρδισε το πρώτο λαχνό. Οπότε ο Γρ. Κωσταντέλιας διέταξε τον καφετζή. «Πάρε σαλάμια, παστουρμά, μορταντέλα, τυριά και φτιάξε μεζέδες και φέρε μας καραφάκια ούζο και βάλε το γραμμόφωνο να παίζει. Κι άρχισε το γλέντι κι οι χαρές. Κι αφού ήπιαν κι έφαγαν για καλά ο Γρ. Κωσταντέλιας είπε πάλι «Τι καθόμαστε, πάμε στη Μυτιλήνη να συνεχίσουμε το γλέντι μας στη ΦΕΜΙΝΑ και το πρωί που θα φέρει το βαπόρι στην τράπεζα τον επίσημο κατάλογο θα εισπράξει ο Μαστραντώνης τα λεφτά και γυρίζουμε. Έτσι Μαστραντώνη;»

Ο Μαστραντώνης συμφώνησε. Έστειλαν κάποιον να φωνάξει τον Μήτσο Αγγελή που είχε το πιο καινούργιο αυτοκίνητο κι επειδή δεν είχαν μετρητά για τη συνέχεια του γλεντιού στη ΦΕΜΙΝΑ έστειλαν και κάποιον άλλον στον Π. Μοσχόβη και του ζήτησαν να δώσει ένα πεντακοσάρικο για λογαριασμό του Μ. που κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου.

Αφού τακτοποιήθησαν όλα μπήκαν πέντε άτομα στο αυτοκίνητο κι έφυγαν για τη Μυτιλήνη. Δεν θυμούμε ποιοί ήταν οι άλλοι τρείς της παρέας.

Πήγαν στη ΦΕΜΙΝΑ όπου ο Γρ.Κωσταντέλιας ήταν πολύ γνωστός γιατί έπαιζε στην ορχήστρα του κέντρου ορισμένες ημέρες της εβδομάδος, ήπιαν και κει, έφαγαν, τραγούδησαν, έκαναν παρέα με τις σερβιτόρες που είχε το μαγαζί, ώσπου ξημέρωσε. Πλήρωσαν και έφυγαν για το καφενείο του Γιαμουγιάννη στη προκυμαία. Εκεί ήπιαν καφέδες για να συνέλθουν απ το μεθύση και το ξενύχτη. Θα περίμεναν ως τις 10 η ώρα που θα ερχόταν το ΑΡΝΤΕΝΑ  (το πλοίο της γραμμής) να φέρει στην τράπεζα τον κατάλογο.

Κατά τις 9:30 ένας μικρός έφερε στο καφενείο τις τοπικές εφημερίδες. Ο Γρ. Κωσταντέλιας πήρε στα χέρια του το ΦΩΣ και διάβαζε. Κάποια στιγμή πέφτει πάλι πίσω στην καρέκλα και φωνάζει «Παιδιά.... παιδιά...για δέστε εδώ... για δέστε εδώ... βλέπω καλά... ή είναι απ το πιοτό» Κοιτάζουν και οι άλλοι και τι διαβάζουν!!!

Ο τίτλος ήταν « ΛΑΘΟΣ ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ και η συνέχεια στο χθεσινό μας φύλλο εγράφει εκ παραδρομής ότι ο αριθμός τάδε κέρδισε τον Α΄Λαχνό του λαχείου του Στόλου. Πρόκειται για λάθος. Ο αριθμός αυτός δεν κέρδισε αλλά ο αριθμός τάδε είναι εκείνος που κερδίζει. Παρακαλούνται οι αναγνώστες μας να μας συγχωρέσουν.

 Πάγωσαν όλοι κι έμειναν σιωπηλοί κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Ο Μαστραντώνης έκανε την συνηθισμένη του κίνηση, έβγαλε το πακέτο, το άνοιξε, πήρε ένα τσιγάρο, το άναψε, χωρίς να κάνει καμμιά γκριμάτσα, ατάραχος κι ανέκφραστος χωρίς να πει λέξη.

Κάποια στιγμή γύρισε προς τον Γρ.Κωσταντέλιας που καθόταν κι αυτός σιωπηλός και του είπε κάπως αυστηρά «Γρηγόρη, εσύ το έκανες αυτό;» Τι λες Μαστραντώνη πώς σκέφθηκες τέτοιο πράγμα. Εγώ να κάνω κάτι τέτοιο; Σ’ ορκίζομαι στην τιμή μου, στο βιολί μου, στο......»  Γρηγόρη ποιός το έκανε;» ξαναρώτησε ο Μαστραντώνης.

«Κανένας, κανένας Μαστραντώνη, μη σκέπτεσαι τέτοια πράγματα. Μόνο του έγινε. Αλλά μην στεναχωριέσαι, είμαστε πέντε άτομα που γλεντήσαμε. Θα λογαριάσουμε τα έξοδα όλα μέχρι δεκάρας και θα πληρώσει ο καθένας μας το ρεφενέ του. Θα τα διαιρέσουμε εις πέντε. Ε και τι έγινε; Αυτό το λάθος ήταν αφορμή να κάνουμε κι εμείς ένα καλό γλέντι. Δεν είμαστε και μεις άνθρωποι; Όλο δουλειά και στεναχώριες Άϊντε πια. Το ρίξαμε και μεις μια μέρα έξου. Ε και τι έγινε; Δεν είμαστε παντοτινοί όλα εδώ θα μείνουν.......» Είπε κι άλλα ο Γρ. Κ. ώσπου ο Μαστραντώνης σηκώθηκε και είπε «Πάμε».

Γύρισαν στο χωριό σαν βρεγμένες γάτες. Σιγά –σιγά ξεχάστηκε κι αυτή η περιπέτεια.

Τώρα τι είχε συμβεί; Ο Γρ.Κωσταντέλιας στη ΦΕΜΙΝΑ που έπαιζε γνωρίστηκε με τον Αθ. Γράβαλη ιδιοκτήτη- διευθυντή της εφημερίδας ΦΩΣ. Πρόσφυγας κι αυτός απ το Αϊβαλί, μεγάλος πότης και γλετζές. Μάλιστα το θυμάμαι που ήρθε μια χρονιά σε προεκλογική περίοδο μαζί με τους υποψηφίους βουλευτές του κόμματος του Γεωργίου Κονδύλη. Ήταν κι αυτός υποψήφιος στον συνδυασμό Λέσβου. Είχαν καθίσει όλοι στο Χαζνέ στη Πέρα- Βρύση, μπροστά σ ένα τραπέζι γεμάτο ποτήρια ούζου και μεζέδες κι ένας- ένας έβγαζαν λόγο ενώ οι υπόλοιποι έπιναν. Όταν μίλησε ο Αθ. Γκράβαλης με μια φωνή βραχνή ενώ ήταν τύφλα στο μεθύσι, τελειώνοντας είπε: « Εμένα Να κι αν με ψηφίσετε, Να κι αν δεν με ψηφίσετε» Και ανεβοκατέβασε τη δεξιά του παλάμη ανάμεσα στα σκέλια του.

Μ’ αυτόν λοιπόν τα κανόνισε ο Γρ.Κωσταντέλιας κι έφτιαξαν αυτή τη φάρσα.

Τώρα πια που όλοι τους έφυγαν απ αυτόν τον κόσμο εδώ και χρόνια και λίγοι θα ζουν απ αυτούς που τους γνώρισαν, ας γίνει τούτη η διήγηση μου αιτία γι αυτούς που τους γνώρισαν να τους θυμηθούν, για δε τους νεώτερους που δεν τους πρόφτασαν ας γίνει μια νοερή γνωριμία για να διαπιστώσουν ότι και οι παππούδες τους και πρόπαππούδες τους, αν και δεν είχαν καμμιά μόρφωση κι ήταν εντελώς αγράμματοι οι περισσότεροι, διέθεταν πνεύμα και χιούμορ.