Wednesday 21 October 2020

Η συγκομιδή των ελαιών - Δημοσθένης Π. Μελανδινός (1902)

Μυτιληνιός ταϊφάς

Τότε άλλη πανήγυρις ήτο η συγκομιδή των ελαιών εν τω καιρό του χειμώνος. Επί μήνα εν καιρώ ευτυχούς εσοδεία, διακοπτομένων των μαθημάτων, τέκνα και γονείς συναποφέροντες επί ημιόνων τα ανακαιούντα σκεύη και έπιπλα και ακολουθούμενοι από τους ραβδιστάς και τις μαζώχτριες, μετωκούμεν εις τας σκεπαστάς και τους πύργους των ελαιοκτημάτων προς συλλογήν του ελαιοκάρπου. Εκεί του όρθρου βαθέως εγειρόμενοι και εφοδιαζόμενοι δια των εφοδίων της ημέρας, απηρχόμεθα ψηλαφούντες πολλάκις εν τω σκότει εις τα πλησίον ή μακράν της κατοικίας κείμενα κτήματα, ένθα οι μέν ραβδισταί ανερχόμενοι επί των ελαιόδεντρων και ραβδίζοντες δια μακρών ράβδων, των τεμπλών, τον ελαιόκαρπον, έρριπτον αυτόν βροχηδόν κατά γης· αι δε μαζώχτριες, φέρουσιν την γραφικήν του Πλωμαρίου ενδυμασίαν και ως εν σειρά παρατάξεως οκλαδόν καθήμεναι, εσπευσμένως δια των δύο χειρών, εμάζευον, τον εις της πεζούλαις και τα πλευρά του κτήματος, ερριμένον ερυθρομέλανα καρπόν της ελαίας, όν επανειλημμένως έρριπτον εντός των προ αυτών καλαθίδων. Εν τη εργασία ταύτη, ασχολουμένων μόνον των χειρών, το στόμα ήτο ελεύθερον και αυτό να τεθή εις κίνηση. Διο εδώ μεν ήκουε τις διαφόρους συνομιλίας ή εύφυολογίας, κινούσας τον γέλωτα, εκεί δ’άλλος ήκουε τα περιπαθώς αδόμενα τραγούδια των μαζωχτριών και των ραβδιστών, τα οποία γλυκέως αντήχουν εις τα ελαιόφυτα εκ της ρίγανης και αξύστου και δεντρολιβάνου και φασκομήλου και άλλων αρωματωδών φυτών ευωδιάζοντα γραφικώτατα βουνά του Πλωμαρίου, και δι’ών εξεφράζοντο τα ποικίλα της ψυχής συναισθήματα. Ταύτα κατά συνειρμόν ιδεών μοι φέρουσιν εις την μνήμην μιαν συμπαθή και σεμνήν μαζώχτιάν μας, ήτις ηγάπα νέον τινά εξ άλλου τινός χωρίου, παρ’ ού νέου σφοδρώς και εκείνη αντηγάπατο και μόνο οι γονείς αυτής αδυσωπήτως αντέτασσον εις την ένωσιν ταύτην πείσμονα άρνησιν. Η δια τούτου δυστυχής μαζόχρια, μαζεύουσα ελαίας, ήθελε ν’απομονούνται δια να κλαίη τον κρυφό της πόνον της, δια τον οποίον εικονικότατα παριστώσι τα μόλις εκ των χειλέων αυτής εξερχόμενα δίστιχα:

Ω θάλασσά μου γερανιά, που τα ποτάμια πίνεις,
πιε μου κι εμέ τα δάκρυα πλατύτερα να γείνης.
Σαν έλθης κ’ εύρης λείψανο μέσα στο κρύο χώμα
και τότε, γλυκειά ’γαπη μου, θα σ’αγαπώ ακόμη….

Ο δε νέος διερχόμενος πότε πλησίον ενός κτήματός μας και ιδών μακρόθεν το ίνδαλμα τούτο της καρδιάς του, υπεχώρησεν εις το ισχυρόν αίσθημά του και αφήσας την λυσίπονόν του φωνήν ετραγώδησεν ανά τους φάραγγας και τα άλση εκείνα με παράπονον:

Ω ουρανέ, μη βρέξης πειά, κάνε μ’αυτή τη χάρι,
κ’εγώ με τα ματάκια μου ποτίζω το χορτάρι.
Θολόνουνε τα μάτια μου και τρέμει η καρδιά μου,
μήπως σε χάσω, αγάπη μου, από την αγκαλιά μου.

Ευτυχώς όμως δεν έχασεν ο νέος ούτος την αγάπην του, διότι ακολούθως τη μεσολαβήσει σεβαστού προσώπου ετελέσθη το συνοικέσιο τούτο· οι δε διά των ευλογιών της Εκκλησίας, των ευχών των γονέων και της αγάπης συναρμοσθέντες τότε νέοι, ζώσι και σήμερον ευτυχείς.
Αλλ’ επανέλθωμεν είς το μάζευμά μας. Εβράυαζεν η ημέρα, και ημείς παραλαμβάνοντες πάντα επεστρέφομεν οίκαδε. Εκεί συναθροισθείσαι ελαίαι ερρίπτοντο εις αποθήκην μεγάλην, την λεγόμενην παττήν και ηλατίζοντο δι’ιδιάζοντος τρόπου, εποτίζοντο και εδένοντο τα ζώα είς τους σταύλους των, ετακτοποιούντο όλα είς τας οικείας θέσεις, και είτα συναθροιζόμενοι πάντες εν τη σκεπαστή πέριξ της εκ χονδρών κορμών δένδρων εξαπτούσης εν τη εστία πυράς, ανεπαυόμεθα εν μακαρία ευδαιμονία ακούοντες τας διηγήσεις και τα ανέκδοτα των εμπειροτέρων. Ακολούθως δειπνούντες μετ’ ορέξεως ταώνος, ερριπτόμεθα άνευ βεβαίως φαρμάκων κατά της αϋπνίας είς τας γλυκείας του Μορφέως αγκάλας, έστω και επί σκληροτάτης, κλίνης, όπως εν ευθυμία και χαρά πορευθώμεν την επομένην εις το αθροιστικόν μας έργον. Τότε εγώ ήμην ο Ερμής του πατρός μου, άλλοτε κομίζων παραγγελίας αυτού εις τους ραβδιστάς ή της μαζόχτριες και άλλοτε στελλόμενος υπ’ αυτού κατεσκόπευον μη δραπετεύσωσι τα ανά το κτήμα βρίσκοντα υποζύγια. Η δε η εργασία μου αύτη γενναίως ημείβετο την εσπέραν διά γενναίας δόσεως γλυκυτάτων ισχάδων και ευγεύστων καρύων, ιδίως δε διά περιπετειώδους τινός και πλήρους δρακόντων και νηρηΐδων παραμυθιού της γιαγιάς μου.

Ούτω εξηκολούθει η συνάθροισις των ελαιών μέχρι το απομαζώματος. Τότε, κατ’ επικρατήσαν έθιμον, ερρίπτοντο αθρόως πυροβολισμοί, την δ’εσπέραν παρεσκευάζοντο είς το μέλι πνιγόμενοι φουσκωτοί λουκουμάδες και παρετίθετο είς άπαν το εργασθέν προσωπικόν πλούσιον δείπνον, καθ’ο γενναίος έρρεν ο ρωστικότατος πλωμαρίτικος οίνος και ανεπέμποντο οι μάλλον διάπυροι και ειλικρινείς ευχαί υπέρ γενναιοτέρας καρποφορίας των κτημάτων και ευημερίας του αφεντικού. – Ιδού πως τότε η εργασία συνδυαζόμενη μετά της ολογαρκείας και της ευθυμίας παρείχεν υγεία και ευτυχίαν είς τους ανθρώπους.

Εν Μυτιλήνη 1902

Δημοσθένης Π. Μελανδινός

Απόσπασμα από το διήγημα «Τότε και τώρα» από το Ημερολόγιον «Η Λέσβος» 1912 της Χαρίκλειας Π. Μελανδινού. Εν Κωνσταντινούπολει 1911

Tuesday 20 October 2020

Ο Μιναρές - του Μίλτου Κουντουρά και η λογική της καρδιάς


Σκόπελος, δεκαετία '30 μικρό απόσπασμα φωτογραφίας από κάρτ ποστάλ του Παναγιώτη Κεμερλή

Ο Μίλτος Κουντουράς

Άκουσα ένα τραγούδι μακρόσυρτο και θλιβερό απόψε που ετάραξε την ψυχή μου. Η νύχτα ήτανε γαλήνια και το κολοβωμένο φεγγάρι ακόμη δεν είχε βγει να φέρει τη μυστική ανησυχία, να ταράξει και να εξαφανίσει τ’άστρα που ανύποπτα τώρα έβλεπαν άπληστα τη γη και διηγιόνταν ανάμεσό του παλιές ιστορίες. Την ψυχή μου που αρκετή ώρα την εβύθιζε σε ακατάληπτη αποχαύνωση ο μονότονος ήχος του ρολογιού και ο πένθιμος μα γλυκειός τόνος της κουκουβάγιας και δεν κατόρθωνε να τηνε ξυπνήσει το μακρινό ούρλιασμα κάπιου σκύλου ή καμιάς πόρτας μακρυά το γοερό ανοιγοκλείσιμο – την ψυχή μου απόψε ετάραξε το μακρόσυρτο και θλιβερό ανατολίτικο τραγούδι που μου θύμισε την παλιά, την παλιά, τη γνώριμη και για πάντα χαμένη μελωδία του μουεζίνη.
          Αχ, όμορφο και γλυκό τραγούδι του μουεζίνη, που ακούοντας το σκοπό που γεννήθηκα, που μεγάλωσα ακούοντάς σε και που νανούρισες τα πιο χαριτωμένα χρόνια της νιότης μου, αχ, με τι νοσταλγία σε θυμούμαι, τώρα!
         Εζούσα τότε ξένοιαστός κ’ ευτυχισμένος στην αγκαλιά τη ζεστή της μαννούλας μου, εζούσα παντοτινά παίζοντας με την αδελφούλα μου, κι ακούοντας τις ιστορίες του πατέρα μου που μου ζωγράφισαν κάποια νέα παραμυθένια, ένα μέλλον της φυλής μου ρόδινο κι ονειρευτό που έπρεπε ν’αγαπώ και να γυρεύω πάντα την πραγματοποίηση του…
          Το θυμάμαι τώρα… Ήτανε γλυκό το τραγούδι του μουεζίνη το θλιβερό και μεθυσμένο από τον πόνο. Μα έπρεπε να μισώ το τραγούδι εκείνο τότε που εμπόδιζε να δω ζωντανεμένες τις ιστορίες του πατέρα μου. Κι όταν τη μέρα με τους φίλους μου το μουεζίνη ν’αργογυρίζει στο στρογγυλό μπαλκονάκι του αψηλού μιναρέ, μια προσευχή έβγαινε από την ψυχούλα μας, που μαθαίναμε από τους πατέρες μας: να γκρεμιστεί από το ύψος του μιναρέ ο μουεζίνης.
           Κι όταν τη νύχτα άκουα πάλι το τραγούδι του μουεζίνη, έπεφτα στην αγκαλιά της μάννας μου, μα τα μάτια μου αφηρημένα στρεφόντανε προς τα εκεί και είχα τ’αυτιά μου στηλωμένα προς το τραγούδι του μουεζίνη. Έμαθα να φοβούμαι το τραγούδι αυτό, κι όμως με αγάπη περίμενα την ώρα που θα ξανακουστεί και με λύπη περίμενα την ώρα που θα ξανακουστεί και με λύπη περίμενα το τέλος του. Ήταν γεμάτο πόνο κι αγάπη για κάτι άγνωστο και μακρινό… Αχ με πόση αγάπη έτρεχα με τη γιαγιά μου στο παράθυρό της για να δω το μουεζίνη που ανεβασμένος κοντά στα σύννεφα στόλιζε τον μιναρέ του με τα φαντασμαγορικά του καντήλια, μες τη νύχτα, και ν’ακούω τον πονεμένο σκοπό του! 
            Τώρα πια η γιαγιά μου είναι πεθαμένη, στο μιναρέ έχτισαν οι κουκουβάγιες και το τραγούδι του μουεζίνη δεν ακούγεται πια! 
            Ω γλυκειά και πονεμένη μελωδία που σε μισούσα ενώ πολύ σ’αγαπούσα κι όλας! Ήσουνα σαν το χασίς που μ’έριχνε σ’ένα όνειρο τη χαμένη για πάντα εκείνη τη ζωή, καθώς που και τότε ήθελα να σ’ακούσω για να ονειρεύομαι το παράδεισο που το σκληρό χέρι ενός ευεργέτη και σωτήρα μου το αφήρεσε και που η ανάμνησή του τώρα με φέρνει σε απελπισία.
          Αχ, σε μισούσα κι όμως ήθελα παντοτινά να σ’ακούσω! Αχ σ’αγαπώ τώρα πολύ και θέλω πάλι να σε ξανακούσω για να ξαναζήσω σε όνειρο τη χαμένη εκείνη πάντα ζωή, καθώς που και τότε ήθελα να σε ακούω για να ονειρεύομαι το θρυλικόν εκείνο ψευτόκοσμο που μου επαγγέλονταν τα παραμύθια του πατέρα μου…
           Ζούσα τότε σ’ένα όνειρο μίσους και σ’ένα όνειρο αγάπης. Φανταζόμουνα τότε τον εαυτό μου τυλιγμένο στον κόκκινο χιτώνα του μαρτυρίου, ενώ ήμουνα μαλακά χωμένος στο χαρεμικό και πορφυρένιο πέπλο ηδονής…Ονειρευόμουν μιαν άσπρη κι ανέφελη ζωή χαράς κ’ ενέργειας κ’ ελευθερίας κι απόχτησα τώρα τη γεμάτη δυσωδία πραγματικότητα και το άχαρο και ξεθωριασμένο μίσος των δικών μου.
          Ω, ανάθεμά σας αδέλφια μου που ήρθατε να με απολυτρώσετε από τον ηδονικό ζυγό του μουεζίνη και μου καταστρέψατε τις δυνατές και κόκκινες λαχτάρες και τα όνειρα του Μίσους και της Αγάπης. Μου ξεπλύνατε και ξεθωριάσατε όλα τα βαθειά και δυνατά και παθητικά χρώματα της ψυχής μου και με διδάξατε να συμπαθώ ό,τι δυνατά έμαθα ν’αγαπώ…
          Αχ, θλιμμένη μελωδία του μουεζίνη πόσο ταιριάζεις τώρα με τη ψυχή μου και πόσα γκρεμισμένα ερείπια ωραίων κόσμων μου φανέρωσες απόψε!
          Μα κρίμα! Ψεύτικο και το τραγούδι αυτό που άκουσα απόψε… Ήταν ένα θλιμμένο παράπονο κάποιου ανατολίτη που τον τραβάνε αύριο στο Μέτωπο να του δολοφονήσουν τη ζωή το, αφού πρωτύτερα του δολοφόνησαν την ψυχή του

Χίος 30 Απριλίου 1917, Μίλτος Κουντουράς

[Ο μιναρές του Σκοπέλου, που ενέπνευσε τον Μίλτο Κουντουρά, δεν υπάρχει σήμερα. Ο μόνος μιναρές της Γέρας είναι εκείνος του Μεσαγρού, που αργά αλλά σταθερά νικιέται από το χρόνο και από την ανεξήγητη (;) αδιαφορία των αρμοδίων!
Νέα Φιλαδέλφεια, 21 Σεπτεμβρίου 2007

Ευαγγελία Καπετάνιου

Εφημερίδα Γέρα 2007]

Κι ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Βασίλης ο Αρβανίτης" του Στράτη Μυριβήλη σχετικά με τη συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στη Λέσβο.

"Είχαμε και κάμποσους Τούρκους στο χωριό κείνα τα χρόνια και μεγάλη έχτρα στεκόταν ανάμεσα στις δυο φυλές. Ειρηνικά περνούσαμε, όμως απ' έξω απ' έξω, όσο ο ένας είχε την ανάγκη τ'αλλουνού. Αυτοί βαστούσαν την εξουσία, εμείς τα χτήματα, την εξυπνάδα και τον παρά. Χώρια οι καφενέδες μας, χώρια τα γλέντια, χώρια κ΄οι γιορτές" 



Wednesday 14 October 2020

Τ’ Κανάτ’ς υ μύλους (Νερόμυλος Κανάκη)




Η συνύπαρξη ενός μνημείου της φύσης με ένα μνημείο του πολιτισμού 

Στο δρόμο Μυτιλήνης-Πλωμαρίου και σε απόσταση 900μ. από τη διασταύρωση προς το Σκόπελο, υπάρχουν τέσσερα τμήματα του Μύλου του Κανάκη. Ήταν ψιλός, με εσωτερικό βαγένι, καμάρα και δεξαμενή νερού στο πίσω τμήμα. Σήμερα το κτίριο και η φτερωτή του μύλου δεν υπάρχουν πια. Σώζεται όμως το κανάλι τροφοδοσίας του μύλου νερό στη κορυφή του πέτρινου τοίχου, ο οποίος έχει μια πολύ ωραία κάμαρα. Στη δεκαετία του ’30 τον λειτουργούσε ο Στρατής Παπαργυρίου και ως τελευταίος ιδιοκτήτης αναφέρεται ο Σταυρινός.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ο Πλάτανος που φύτρωσε επάνω από την κάμαρα και οι δύο ρίζες του, παράλληλες και οριζόντιες, διατρέχουν όλο το μήκος του κτίσματος μέσα στα αυλάκια που άφησε η ξυλοδεσιά του μύλου.

Μάκης Αξιώτης.

Από το Ημερολόγιο του 2014
του Παγγεραγωτικού Συλλόγου Μυτιλήνης
Μνημεία του νερού στη Γέρα
(Όπου κυλά νερό ριζώνει ο άνθρωπος
και βλασταίνει ο πολιτισμός)


 

Thursday 8 October 2020

Το Ταλκοτριβείο – Ελαιοτριβείο στα Τσίλια


Από το 1870 έως το 1930 η Μυτιλήνη έκανε τεράστιες εξαγωγές σαπουνιού το οποίο ήταν ένα από το μεγαλύτερο μέρος εσόδων του νησιού. Ιδίως το Πλωμάρι ακολουθούμενο από τη Γέρα, είχαν τα πρωτεία στη παραγωγή σαπωνιού. Το 1912 αποτελούσε το 1/3 των παραγόμενων βιομηχανικών προιόντων. Τα σαπουνοποιεία που υπήρχαν την περίοδο αυτή ήταν το 1883, 35 τον αριθμό και ως το 1928, 55. Ένα από τα υλικά τα οποία κατ’ αναλογία αποτελούσε το σαπούνι ήταν ο ασβεστίτης, παρόλο αυτά επικράτησε να λέγεται η πρόσμιξη ότι είναι με ταλκ, καθώς και τα δύο έχουν την όψη λευκής σκόνης. Το κοινό σαπούνι ήταν με γλοιώδη και λιπαρή μορφή και η πρόσμιξη ταλκ, είχε αναλογία 5-30%, ενώ κάνοντας κατάχρηση αυτής της αναλογίας έφτανε να είναι και πάνω από 50% και να αποτελεί νοθεία στο προϊόν.

Η νόθευση του σαπουνιού με ταλκ που είχε εξαπλωθεί τόσο στη Λέσβο την εποχή της οθωμανικής περιόδου, προκάλεσε την έκδοση Βυζηρικού απαγορευτικού διατάγματος με αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών σαπουνοποιείων με όλα τα επακόλουθα.

Ως ορυκτό ήταν μια από τις πρώτες ύλες και απαραίτητο για τη παρασκευή του σαπουνιού. Τα νταλκοτριβεία ή νταλκοσπαστήρια κονιορτοποιούσαν το ορυκτό και το διέθεταν στα σαπωνοποιεία. Στη Μυτιλήνη αναφέρονται λίγες τέτοιες μονάδες, όπως στο Πέραμα, Καργιές των Αδελφών Πασπάτη (1910), Πέραμα Αδελφών Χατζηβασιλείου (1912), Θρασύβουλου Μελανδινού και Ευστάθιου Γιαλούρη στη Μελίντα Πλωμαρίου (1912). Οι αναφορές για το Ταλκοτριβείο στα Τσίλια Γέρας ως τώρα είναι μηδαμινές. Από έρευνα που είχε γίνει από το ΕΚΤ (Σιφναίου, Ολυμπίτου, Βαλλίνα) οι μόνες πληροφορίες που μας διέθεσαν στο διαδίκτυο είναι από το τίτλο «Ελαιοτριβείο - Ταλκοποιείο - Γιαλούρης – Ουίλκινσον» και μια σειρά από φωτογραφίες. Το ταλκοποιείο αναφέρεται λειτούργησε από το 1850 ως το 1915 και ότι η μεταφορά του ορυκτού γινόταν με σιδηρογραμμές επάνω στο οποίο εκινείτο βαγόνι την κατασκευή της οποίας πραγματοποίησαν δύο Άγγλοι. Αργότερα μετατράπηκε σε ελαιοτριβείο, συνάμα υπήρχε τελωνείο και σκάλα που εξυπηρετούσε τις μεταφορές. Το οριστικό τέλος του αναφέρεται σε πυρκαϊά. Από ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος» της 1ης Ιουνίου 1921, αναφέρεται και ένας εκ των ιδιοκτητών, καθώς υπογράφει ένα κείμενο ως «Ευστάθιος Β. Γιαλούρης, τέως πρόεδρος Παλαιοχωρίου». Ο ίδιος αναφέρεται και σε οδηγό του 1912 ως ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου αλλά και του προαναφερόμενου ταλκοτριβείου στη Μελίντα μαζί με τον Θρασύβουλο Μελανδινό. Το όνομα Ουίλκινσον δεν έχει αναφερθεί πουθενά ως ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου ή σαπουνοποιείου. Μια εικασία είναι ότι δεν πρόκειται για τον Ουίλκινσον αλλά παράφραση για τον πολυσχιδή Άγγλο υποπρόξενο Άκτινσον (Richard Hadkinson) που την ίδια εποχή στα Πάμφιλα το 1880 είχε δημιουργήσει ελαιοτριβείο, σαπωνοποιείο και πυρηνεργοστάσιο. Μια άλλη πληροφορία είναι ότι οι μυλόπετρες του βρίσκονται σήμερα στο μουσείο Μουφλουζέλλη στη Καλλονή. 


Νεότερο διαφημιστικό που δείχνει επίσης και την αλλαγή ενός εκ των ιδιοκτητών



Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Βιβλιογραφία
1. Εργοστάσια στη Γέρα, Μάκη Αξιώτη εφημερίδα ΓΕΡΑ, 1991
2. Τα Τσίλια, Γιώργιος Αβαγιανός εφημερίδα ΓΕΡΑ, 1997
3. Ενθύμιο Σαπουνοποιείας, Σιφναίου, Σηφουνάκη, Κουτσουρίδη, 2002
4. Λέσβος, Οικονομική και Κοινονική, Ιστορία (1840-1912), Ευρυδίκη Σιφναίου, 1996
5. «Γεραγώτικοι Αντικατοπτρισμοί», Κλαίρη Μαυρομάτου, Χατζηκωντσαντή, 2001
6. Ημερολόγιο «Η Λέσβος», Χαρίκλειας Π. Μελανδινού, 1912
7. Γεωλογία – Μάκης Αξιώτης
8. Φωτογραφίες «Γεραγώτικοι Αντικατοπτρισμοί», Κλαίρη Μαυρομάτου, Χατζηκωντσαντή, 2001

Wednesday 30 September 2020

Παναγιώτης Σκαρλάτος - Γερμανική Κατοχή και Εθνική Αντίσταση στη Γέρα Μέρος Δ΄

Παναγιώτης Σκαρλάτος ο επονομαζόμενος και «Σοφός». Με χορηγίες του έγιναν σημαντικά κοινωφελή έργα στη Γέρα, κατά την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής τα οποία έδωσαν ψωμί και δουλειά στους δοκιμαζόμενους Γεραγώτες.

Σε νέα φάση περνά το αντιστασιακό κίνημα της Λέσβου, το φθινόπωρο του 1943, με την άφιξη στο νησί του Βαγγέλη Γιοσμά, καθοδηγητικού στελέχους του Ε.Α.Μ. από την Αθήνα. Η ΕΑΜική οργάνωση της Λέσβου, για πρώτη φορά, αποκτά οργανωτική σύνδεση με το Ε.Α.Μ. της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο Βαγγέλης Γιοσμάς μεταλαμπαδεύει την αγωνιστική και οργανωτική εμπειρία του Κέντρου καθώς και τις ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα.

Μετέχει στις συνεδριάσεις της Νομαρχιακής Επιτροπής Λέσβου του Ε.Α.Μ. και προτείνει η Οργάνωση να βγει από την αφάνεια και την παρανομία και να κάνει αισθητή την παρουσία της στον κοινωνικό στίβο.

Για την υλοποίηση αυτού του νευραλγικού στόχου αποφασίσθηκε η σύγκλιση Παλλεσβιακής Σύσκεψης στελεχών της Οργάνωσης για τις αρχές του Μάρτη του 1944 στη Αγία Παρασκευή. Πράγματι, αντιπρόσωποι απ’ όλα τα χωριά της Λέσβου, με πλήρη μυστικότητα, καταφθάνουν τμηματικά μια συννεφιασμένη νύχτα του Μάρτη στην Αγία Παρασκευή και οδηγούνται σε κάποιο σπίτι που έχει προετοιμαστεί κατάλληλα γι’ αυτόν το σκοπό.

Παραμένουν κλεισμένοι, χωρίς να δίνουν στόχο και συνεδριάζουν ολόκληρη την επόμενη μέρα, το βράδυ δε αναχωρούν σταδιακά για τα χωριά τους.

Οι αποφάσεις που πήραν ήταν καθοριστικές για την περαιτέρω πορεία του αγώνα.

Αποφασίσθηκε η Οργάνωση να βγεί απ’ το « καβούκι» της και να προχωρήσει με ταχύ βηματισμό στη στρατολογία νέων μελών και στη δημιουργία ένοπλου τμήματος, του ΕΛΑΣ. Όσον αφορά δε τον οπλισμό αποφασίσθηκε να αξιοποιηθούν σε πρώτη φάση τα όπλα που δεν είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς και ήταν κρυμμένα σε διάφορα σημεία.

Οι Αντιστασιακές Οργανώσεις της Γέρας εκπροσωπήθηκαν στη Σύσκεψη απ’ τους

Γιώργο Σκοπελίτη, Κώστα Γάκα, Παναγιώτη Γλιγλή και Χαράλαμπο Χατζηβασιλείου (Μπέλο). Για την αντιμετώπιση μάλιστα των αυξημένων οικονομικών αναγκών του αγώνα προσφέρθηκαν απ’ τους Παναγιώτη Γλιγλή και Παναγιώτη Κεμερλή από 100 οκάδες λάδι. Ανάλογες προσφορές έγιναν και από αντιπροσώπους άλλων περιοχών.

Καινούρια πνοή και ανερχόμενη δυναμική απέκτησαν οι Οργανώσεις της Λέσβου μετά τη σύσκεψη. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα έδωσαν δυναμικό παρόν με πολλές εκδηλώσεις, όπως ήταν ο γιορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου σε Αγιάσο, Μανταμάδο και σε πολλά ακόμα χωριά. Ακολούθησαν οι εξεγέρσεις των εξαθλιωμένων στη Μυτιλήνη, στον κάμπο της Καλλονής και στη Ερεσό.

Στη Γέρα, για την ανακούφιση των λιμοκτονούντων κατοίκων της, συγκροτήθηκε επιτροπή με πρωτοβουλία του Ε.Α.Μ. από εκπροσώπους του εμπορικού και βιομηχανικού κόσμου της περιοχής. Στόχος της η συγκέντρωση 100 χιλιάδων οκάδων λαδιού, από τους έχοντες και κατέχοντες, για την εκτέλεση κοινωφελών έργων που θα έδιναν δουλειά και ψωμί στους δοκιμαζόμενους γεραγώτες.

Παράλληλα ευρείας έκτασης κοινωφελή έργα είχε ξεκινήσει στα χωριά της Γέρας ο Παναγιώτης Σκαρλάτος (Σοφός), υπεύθυνος στη υπηρεσία συγκέντρωσης λαδιού των Γερμανών στη περιοχή.


Τα κέρδη που προκύπτουν από το εμπόριο του λαδιού τα επέστρεφε στους δύστυχους Γεραγώτες με τη χρηματοδότηση δημοσίων έργων όπως ήταν η κατασκευή της πλατείας «Πέρας Βρύσης» Σκοπέλου, του υδραγωγείου Μεσαγρού και της πλατείας του Δημοτικού Σχολείου του χωριού, του γηπέδου Παπάδου κ.α.


Η μακέτα του «Σκαρλάτειου Παγγεραγωτικού Σταδίου». Εκπονήθηκε τον Μάιο του 1944, από τον πολιτικό μηχανικό Πάνο Ζάκκα.


Πρόσκληση του «Παγγεραγωτικού Αθλητικού Συλλόγου» προς τον Παν. Σκαρλάτο για τα εγκαίνια του «Σκαρλάτειου» γηπέδου



Παπάδος 16 Ιουλίου 1944. Φωτογραφία από τα εγκαίνια του «Σκαρλάτειου» Γηπέδου. Διακρίνεται ο Παν. Σκαρλάτος μπροστά από τον αστυνομικό.

Όπως δείχνουν τα ντοκουμέντα που δημοσιεύουμε είχε εκπονηθεί τεχνική μελέτη για τη δημιουργία «Παγγεραγωτικού Αθλητικού Σταδίου» που θα έφερε την ονομασία «Σκαρλάτειον». Σε πρώτη φάση κατασκευάσθηκε το γήπεδο το οποίο εγκαινιάσθηκε στις 16 Ιουλίου 1944. Με την ευκαιρία μάλιστα των εγκαινίων έγινε και φιλική ποδοσφαιρική συνάντηση μεταξύ των ομάδων του «Παγγεραγωτικού» και του «Άρεως» Μυτιλήνης.

Στον αγώνα αυτόν νικητής αναδείχτηκε ο «Παγγεραγωτικός» με σκόρ 5-2.

Το επινίκιο όμως γλέντι που πραγματοποιήθηκε στο «ΣΠΛΕΝΤΙΤ» είχε τραγική κατάληξη, όταν κάποιος συνεργάτης των Γερμανών, απ’ τη Μυτιλήνη, δέχτηκε θανατηφόρο δολοφονική επίθεση. Τη προσφορά του Παναγιώτη Παρ. Σκαρλάτου (Σοφού) προς τον λαό της Γέρας, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, αποτύπωσε σε ποίημα του, γραμμένο το 1943, ο λαϊκός ποιητής Γιώργος Ε. Πανταζής, ο επονομαζόμενος και «Γιωργάρας».

Το δημοσιεύουμε αυτούσιο σε φωτοτυπική ανατύπωση.

Συνεχίζεται…

 


Ποίημα του Γιώργου Πανταζή (Γιωργάρα) το οποίο αναφέρεται στον Παναγιώτη Σκαρλάτο 

Πηγές:

1.Μνήμες Α. Αποστόλου

2.Σκόρπια από την Αντίσταση, Α. Αποστόλου

3. Η Αντίσταση στη Λέσβο, Π. Κεμερλή- Α. Πολυχρονιάδη

4. Ημερολόγιο Παν. Καραδούκα (Εφημ. «ΓΕΡΑ» αρ. φύλλου 18 & 20)

5. Η Ιστορία του «Παγγεραγωτικού Αθλητικού Συλλόγου»

 (Περιοδικό «ΓΕΡΑ» τεύχος 2, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 1980)

 

Υ.Γ.

Θερμές ευχαριστίες στον κ. Αντώνη Μανιό για τα πολύτιμα ιστορικά ντοκουμέντα, για τον Παναγιώτη Σκαρλάτο, που έθεσε στη διάθεσή μου.

 

Στρατής Καραγιασσώτης

karras@altecnet.gr

Thursday 17 September 2020

Το Οθωμανικό Σχολαρχείο και Παρθεναγωγείο (Ρουστιέ) του Σκοπέλου

 

Σύμφωνα με την επιγραφή στην μπροστινή είσοδο και πάνω από τη πόρτα αναγράφει ότι χτίστηκε το 1298 εγίρας ή το 1880.

Το 1894 ο Γεώργος Αρχοντόπουλος αναφέρει στο «Λέσβος ή Μυτιλήνη ήτοι Συνοπτική Ιστορία»: "Κάτωθες δε είναι η συνοικία Πλάτανος, είς το άκρον τούτο βορειοδυτικών υπάρχουν και οι αρχαί και εγγύς το οθωμανικό Σχολαρχείο και Παρθεναγωγείον κτίριον ωραίον εις θέσιν κατάλληλον"
Το 1906, ο Γεώργιος Π. Πετρέλλης (εφ. Αμάλθεια, αρ. 8545, 6/19-11-1906) γράφει παρόμοια "Εις το βόρειον τμήμα του Σκοπέλου κείται η οθωμανική συνοικία, διατηρούσα σχολαρχείον έξω της κωμοπόλεως, εκτισμένον χάριν και της εν Μεσαγρώ κατά το δυτικόν τμήμα κειμένης οθωμανικής συνοικίας."
Το 1911-1912 σε αναφορά από το Ελληνικό Υποπροξενείο Μυτιλήνης στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος δίνονται τα στατιστικά στοιχεία
Μεσαγρός: Αριθμός Τούρκων Κατοίκων 450
Σκόπελος: Αριθμός Τούρκων Κατοίκων 500
στο μουσουλαμνικό Σχολαρχείο φοιτούν 69 μαθητές
και στο Παρθεναγωγείο 48 μαθήτριες. 

Με δεδομένο ότι με την ανταλλαγή το 1924 έφυγε ο Μουσουλμανικός πληθυσμός από τη Λέσβο, το Οθωμανικό σχολείο λειτούργησε μόλις 44 έτη. 
Κατά το σχολικό έτος 1926-27 και μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε ως διδακτήριο έως ότου γίνει η ανέγερση του νέου σχολείου του Σκοπέλου. Το έτος εκείνο διδάσκοντες ήταν ο Πέτρος Ζαργκλής, η Κοραλία Πούλου και ο Ιωάννης Μιχαλακέλλης. Το έτος 1932 χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία και από το 1940 ως σταθμός χωροφυλακής με τα κάτω δωμάτια να λειτουργούν και ως κρατητήρια. Περί του ~1980 ανακαινίσθηκε και λειτούργησε μεγάλο διάστημα ως «Ξενώνας» και καφετέρια. 
Έχει δύο ορόφους, που αν λάβουμε τα αρχικά δεδομένα λειτουργίας, ο κάτω όροφος, θα ήταν ίσως το Παρθεναγωγείο και το πάνω το Σχολαρχείο (Αρρένων) με ξεχωριστούς αύλειους χώρους μπρος και πίσω. Το 
Σχολαρχείο ήταν παλιότερος τύπος σχολείου που κάλυπτε και τις δύο τελευταίες τάξεις του σημερινού δημοτικού και την πρώτη τάξη του σημερινού γυμνασίου δηλ επτατάξιο. Το ρουστιέ - rüştiye (rusd = εφηβεία) αναφέρεται σε δευτεροβάθμια ημιγυμνάσια σχολεία, ενώ το πρώτο και μοναδικό γυμνάσιο (ιντιταντιέ)  ήταν στα σημερινά δικαστήρια Μυτιλήνης, ως πρωτοβάθμιο σχολείο και λειτούργησε το 1896.  


Σε λίγη απόσταση από το Σχολείο ο Μεσαγρός και ο μιναρές 

Στο σχολείο φοιτούσαν παιδιά και από τα δύο χωριά Σκόπελος και Μεσαγρός τις οποίες οι συνοικίες ήταν κοντά. Το δε κτήριο κτίστηκε με τη συνδρομή των εύπορων Οθωμανών και από τα δύο χωριά προκειμένου να συμβαδίσουν και να μην υπολείπονται των Ελληνικών σχολείων της Γέρας (Σκόπελος, Μεσαγρός, Παπάδος, Παλαιόκηπος, Πλακάδος), τα οποία από το 1840 (Γ. Αριστείδης) είχαν Αλληλοδιδακτικά και Παρθεναγωγεία σχολεία. Στο Σκόπελο ο «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων/πόλεως» αναφέρει: «Εν Σκοπέλω, υπάρχει αλλολοδιδακτικό σχολείον καλώς οργανωμένον από το 1865. Ο αριθμός των μαθητών υπερβαίνει τους 100 επί 400 οικιών. Η κοινότης συντηρεί την σχολήν. Μεγάλη πτώχεια υπάρχει». Στο Σκόπελο δύο Οθωμανοί κατείχαν ελαιοτριβεία, ο Αλή Μπέη Κόμιλι και ένα δεύτερο μετέπειτα αγορασμένο από τον Ιταλό πρόξενο Φιδέλε. Ο Σκόπελος αναφέρεται στον Π. Πετρέλη ότι είναι η πρωτεύουσα του Δήμου Γέρας, εις ην εδρεύει και ο μουδίρης (ανθυποδιοικητής)
Στη Τούρκικη Αγορά (Κάτω αγορά σήμερα του Σκοπέλου) υπήρχε και Οθωμανική Τράπεζα όπως και τζαμί το οποίο δεν υπάρχει πλέον σήμερα. Το δε κτήριο ανήκει στα περιουσιακά στοιχεία του Δημοτικού Διαμερίσματος Γέρας. 

Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Tuesday 25 August 2020

Ο Μαστρανώνης Β' Μέρος

Απόσπασμα από το βιβλίο του Φώτη Εμμ. Στρογγύλη

ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΑΙ ΑΣΗΜΩΝ ΑΝΔΡΩΝ


(Σκοπελιανές Ιστορίες) 

Β' Μέρος
Μέρος Α'

Ο Αριστείδης Καλάργαλης στο καφενείο του


Το καφενείο του Αριστείδη Καλάργαλη ήταν σαν μια ανεπίσημη λέσχη. Πολυτελές για την εποχή του, ολοκάθαρο (γι αυτό είχε τον τίτλο ΤΟ ΔΙΑΥΓΕΣ) και ζεστό, συγκέντρωνε τον καλύτερο κόσμο του χωριού. Οι πιο μορφωμένοι, οι πιο επίσημοι, οι πιο σοβαροί, εκεί μαζευόταν κι έπιναν τον καφέ τους ή το ποτό τους κι έπαιζαν το τάβλι τους, μέσα σε ήσυχο και φιλικό περιβάλλον. Κάποτε ήρθε στη σκέψη του καταστηματάρχου να διοργανώσει πρωτάθλημα ταβλιού μεταξύ των πελατών του. Ήταν κι αυτός ένας αξιόλογος άνθρωπος. Εύθυμος, χαρούμενος, φιλικός, με καλλιτεχνικές διαθέσεις (έπαιζε καλό βιολί ερασιτεχνικώς) δημιουργούσε ατμόσφαιρα στο καφενείο του.

Μετά από τις απαιτούμενες συζητήσεις, δήλωσαν συμμετοχή  32 ταβλαδόροι, μεταξύ των οποίων  και ο Μαστραντώνης. Έκαναν κλήρωση και βγήκαν τα ζευγάρια που θα διαγωνίζοντο στην αρχή. Στη δεύτερη φάση θα έπαιζαν οι νικητές και στην Τρίτη πάλι οι νικητές ώσπου να έμεναν δύο στον τελικό. Σύστημα κατά την ποδοσφαιρική ορολογία νοκ-άουτ. Οι ηττημένοι έβγαιναν έξω απ την αρχή.

Ο Μαστραντώνης κληρώθηκε να παίξει με τον νεαρότατο τότε Δημήτριο Ευστρ. Ανδριάνη. ( Για όσους δεν τον θυμούνται, ήταν ο αδελφός του Κώστα Ανδριάνη που παντρεύτηκε κι εγκατεστάθηκε στον Παπάδο. Έφυγε όμως στην Αθήνα και ξεχάστηκε).

Αυτό άλλοι το θεώρησαν εύνοια της τύχης κι άλλοι μειωτικό για τον Μαστραντώνη που θεωρείτο το φαβορί του διαγωνισμού σαν ο καλύτερος ταβλαδόρος του χωριού. Όμως η τύχη ή μάλλον το ζάρι άλλα θέλησαν. Ο Μαστραντώνης έχασε την παρτίδα και μάλιστα με 7-2. Μόλις τελείωσε το τελευταίο παιχνίδι, το ήσυχο άλλες ώρες καφενείο σείστηκε απ τις φωνές, τα γέλια, τα πειράγματα, τα χειροκροτήματα. Ο μόνος που δεν έβγαλε λέξη ήταν ο Μαστραντώνης. Ατάραχος, ανέκφραστος, έβγαλε το πακέτο τα τσιγάρα, άναψε ένα τσιγάρο, αποτελείωσε τον καφέ του κι έφυγε χωρίς να πει τίποτε.

Την άλλη μέρα το πρωί ο Αριστείδης ήρθε στο μαγαζί του πατέρα μου κι αγόρασε ένα πένθιμο χαρτοφάκελλο (είχε ένα πόντο μαύρη γραμμή και το φάκελλο και η κόλλα)

Με φώναξε να γράψω εγώ το συλληπητήριο που θα έστελναν στον Μαστραντώνη,για να είναι τα γράμματα παιδικά και να μην υποπτευθεί κάποιον γνωστό του. Μου έλεγε ο μακαρίτης Αριστείδης κι εγώ έγραφα.

Γράψαμε τις τρεις σελίδες με τα συνηθισμένα λόγια παρηγοριάς σε κάποιον που έχασε ένα πολύ αγαπημένο του πρόσωπο. Δεν λέγαμε όμως ποιό. Στη τελευταία σελίδα γράψαμε περίπου τα εξής: «Ελπίζουμε Μαστραντώνη να σε λυπηθεί ο Θεός και να σου στείλει την εξ ύψους παρηγορίαν και να σε προστατέψει άλλη φορά να μην χάσεις στο τάβλι από ένα παιδαρέλι που ακόμα δεν ξέρει πού πάνε τα πούλια. Σου συνιστούμε να μην κάνεις και καμμιά απόπειρα, ούτε να κόψεις το τάβλι, ούτε να δαγκώσεις τα ζάρια σαν τον Παπλωματά (ένας άλλος συγχωριανός μας φανατικός ταβλιαδόρος).

                                                            Οι καλοί σου φίλοι που σ’ αγαπάνε

 

Βάλαμε γραμματόσημο και το ρίξαμε στο κουτί του ταχυδρομείου. Την επομένη μέρα  ο Μαστραντώνης έλαβε το γράμμα αλλά για κάποιον λόγο δεν το άνοιξε.

Το βράδυ όταν πήγε στο καφενείο κάθισε στο τραπέζι που καθόταν ο δάσκαλος ο Ιωαν. Μιχαλακέλλης κι αφού ήπιε μια ρουφηξιά καφέ κι άναψε ένα τσιγάρο, έβγαλε από την τσέπη του το πένθιμο γράμμα και το έδωσε στον δάσκαλο να το διαβάσει. Ο δάσκαλος το άνοιξε προσεκτικά ενώ το πρόσωπο του σοβαρεύτηκε. Θα υπέθεται πως κάποιος στενός συγγενής του Μαστραντώνη θα είχε πεθάνει. Άρχισε να το διαβάζει αργά και με ανάλογη φωνή. Μερικοί που είχαν μαθει για την αποστολή του γράμματος παρακολουθούσαν με τρόπο κάνοντας πως βλέπουν αλλού. Όταν όμως ο δάσκαλος έφθασε στην τέταρτη σελίδα και διάβασε αυτά που έλεγε για το τάβλι κ.λ.π. κι αντελήφθηκε περί τίνος επρόκειτο, ξέσπασε σε γέλια ακράτητα. Το ίδιο άρχισαν κι οι υπόλοιποι θαμώνες του καφενείου. Πρώτα αυτοί που το ήξεραν κι ύστερα οι άλλοι που το έμαθαν κείνη την ώρα. Ο Μαστραντώνης πήρε το γράμμα πίσω το έβαλε στην τσέπη του, ήπιε τον καφέ του, άναψε και δεύτερο τσιγάρο και δεν είπε λέξη. Έφυγε μετά από λίγο και για κάμποσο καιρό άλλαξε καφενείο. Μπορεί να παρεξηγήθηκε.

 

Το άλλο επεισόδιο ήταν πιο σοβαρό. Το έζησα κι αυτό ο ίδιος προσωπικά.

Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1935. Είναι αρχές του χρόνου κι η χώρα βρίσκεται σε έντονη προεκλογική περίοδο. Τα πάθη είναι σε έξαρση. Το αποτέλεσμα των εκλογών θα είναι καθοριστικό. Θα ισχύσει το «Ουαί τις ηττημένοις». Κάποια ημέρα αυτής της περιόδου ένας πελάτης του πατέρα μου, ο Κώστας Σκούφος (νοικοκύρης κι αυτός από τους λίγους, ήσυχος και γελαστός άνθρωπος) αγόρασε ένα σακκί αλεύρι, το φορτώθηκε στην πλάτη του και το πήγε στο σπίτι του. Τότε οι περισσότεροι συγχωριανοί ζύμωναν μόνοι τους. Αφού το άφησε εκεί γύρισε πίσω προς την αγορά να πάει στο καφενείο.

Ο Μαστραντώνης τον είδε προηγουμένως που πέρασε μπροστά απ το μαγαζί του φορτωμένος με το σακκί  το αλεύρι και όταν τον είδε να ξαναγυρίζει του είπε «Βλέπω Κώστα το αλεύρι το παίρνεις τώρα με το σακκί». «Γιατί να μην το πάρω;» απάντησε εκείνος «αφού είναι τζάμπα!» «Γιατί είναι τζάμπα;» ρώτησε περίεργος ο Μαστραντώνης. «Καλά εσύ δεν το έμαθες και είσαι μες την αγορά;» ξαναείπε ο Σκούφος «Δεν ξέρεις ότι ο Βενιζέλος διέταξε τον Στρογγύλη να δώσει από ένα σακκί αλεύρι σε κάθε οικογένεια που τον ψηφίζει; Θα το πληρώσει εκείνος.» «Αλήθεια Κώστα;» ξαναρώτησε ο Μαστραντώνης. « Ε! Τώρα παιδιά είμαστε, ψέμματα θα σου πω;» είπε ο Σκούφος κι έφυγε για το καφενείο.

Ο Μαστραντώνης τον πίστεψε γιατί τότε γινόταν πολλές τέτοιες δωρεές χάριν της ψήφου. Όταν αργότερα έκλεισε το μαγαζί του πέρασε μπροστά απ το μαγαζί του πατέρα μου και του φώναξε «Κυρ’  Μανώλη στείλε μου και μένα ένα σακκί αλεύρι στο σπίτι» «Εντάξει» του φώναξε ο πατέρας μου «αύριο το πρωί»

Όπως κι έγινε. Ο υπάλληλος του πατέρα μου Θρ.Ζαχαρίας έβαλε ένα σακκί αλεύρι στην πλάτη του και το πήγε στο σπίτι του Μαστραντώνη.

Έγιναν οι εκλογές, ο Βενιζέλος τις έχασε, έκανε κίνημα κι έφυγε στο εξωτερικό.

Ο Μαστραντώνης ερχόταν κάθε μέρα στο μαγαζί του πατέρα μου και ψώνιζε αλλά κανένα λόγο δεν έκανε για το σακκί το αλεύρι. Ήταν πελάτης τοις μετρητοίς κι ο πατέρας μου τον σεβόταν και τον εκτιμούσε πολύ και δίσταζε να του πει κάτι που να τον δυσαρεστούσε. Ένα βράδυ όμως, αφού ψώνισε και πλήρωσε ο πατέρας μου του είπε πολύ ευγενικά «Μαστραντώνη εκείνο το σακκί το αλεύρι να το περάσω στο βιβλίο να το πληρώσεις όποτε θέλεις;» ο Μαστραντώνης κάπως απότομα είπε «Γιατί να το πληρώσω κυρ’ Μανώλη αφού σου το πλήρωσε ο Βενιζέλος;» ο πατέρας μου τάχασε «Τι είναι αυτά που λες, πότε με πλήρωσε ο Βενιζέλος και γιατί;»

«Δηλαδή κυρ’ Μανώλη, εμείς θα την πληρώσουμε πάλι ο απλός λαός;. Επειδή δεν κερδίσαμε τις εκλογές τώρα παίρνετε πίσω αυτά που τάξατε και δώσατε; Τι φταίμε εμείς; Εγώ ξέρεις τι αγώνα έκανα για το Βενιζέλο και τώρα θέλεις να σου πληρώσω το σακκί το αλεύρι; Δεν είναι τίμια πράγματα αυτά κι εσύ δεν έπρεπε να μου ζητήσεις να σε πληρώσω;»

Ο πατέρας μου θίχθηκε αλλά και απόρησε «Τι είναι αυτά που λες Μαστραντώνη; Πού έμαθες εσύ ότι με πλήρωσε ο Βενιζέλος; Ποιός σου είπε τέτοιο πράγμα;» Μου το είπε σοβαρός άνθρωπος που πήρε κι αυτός» είπε ο Μαστραντώνης. «Πες μου ποιος είναι να τον φωνάξουμε τώρα να μας το πει μπροστά μας, ποιος είναι;»

«Ο Κ. Σκούφος» απάντησε

«Πήγαινε φώναξε απ το καφενείο το Κ. Σκούφο» μου είπε ο πατέρας μου. Το καφενείο ήταν δίπλα ,έτρεξα και τον φώναξα. Ήρθε γελαστός όπως πάντα. Σαν  είδε τον Μαστραντώνης και τον πατέρα μου σοβαρούς να τον κοιτάνε με ύφος ερευνητικό και με κάποια αγωνία, κάτι θυμήθηκε, κάτι υποψιάστηκε και το χαμόγελό του έγινε πιο μεγάλο «Έλα βρε Κώστα του είπε ο πατέρας μου, τι είναι αυτά που λέει ο Μαστραντώνης; Σου έδωσα εγώ ένα σακκί αλεύρι για να ψηφίσεις το Βενιζέλο; Κι έδωσα σε όλους όσους ψηφίζουν το Βενιζέλο;»

«Έλα μωρέ ένα αστείο είπα» απάντησε ο Σκούφος κι έβαλε τα γέλια.

«Μωρέ αστείο ήταν αυτό που κοντέψαμε να παρεξηγηθούμε με τον Μαστραντώνη ύστερα από τόσων χρόνων φιλία;»

Κι αφού δόθηκαν όλες οι εξηγήσεις και το θέμα γύρισε στους λόγους  της αποτυχίας του Βενιζέλου ο Μαστραντώνης ρώτησε πόσο κάνει το σακκί το αλεύρι, έβγαλε αμέσως πλήρωσε και το θέμα έληξε εκεί.

 

Γρηγόρης Κωνσταντέλιας βιολί

Και τώρα το τελευταίο επεισόδιο.

Είπαμε ότι τον Μαστραντώνη τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν όλοι στο χωριό. Ένας όμως που τον θαύμαζε κυριολεκτικά κι έτρεχε από πίσω του και καθόταν όπου καθόταν και κείνος ήταν ο Γρηγόρης ο Κωσταντέλιας. Πρόσφυγας κι αυτός και μεγάλος μουσικός. Έπαιζε βιολί αλλά τι παίξιμο ήταν αυτό ;Το βιολί του κελαηδούσε, έκλεγε, αναστέναζε. Δεν ήταν απλό παίξιμο, δεν ήταν ήχος από χορδές, ήταν ήχος που έβγαινε από ανθρώπινα σπλάχνα, ήταν γέλιο, χαρά, κλάμα, αναστεναγμός ανθρώπινης καρδιάς. Αν ζούσε σήμερα θάταν περιζήτητος στα τηλεοπτικά κανάλια.

Αυτός λοιπόν ο φίλος του Μαστραντώνη έκανε ότι μπορούσε για να τον αναγκάζει να μιλά για οτιδήποτε για να τον ακούει. Πάντα όμως με σεβασμό κι ευγένεια χωρίς ποτέ να τον μειώνει ή να τον εκθέτει ή να τον θίγει. Μάλλον προσπαθούσε να τον εξυψώνει στα μάτια των άλλων. Και το επεισόδιο αυτό άρχισε αθώα κι εξελίχθηκε μετά. Έπιναν τον καφέ τους ένα απόγευμα στο καφενείο του Βράκα όταν κάποια στιγμή ήρθε η έμπνευση στον Κωσταντέλια να πει στον Μαστραντώνη

«Δεν πάμε δίπλα στο Στρογγύλη να πάρουμε δύο λαχεία του Στόλου να δούμε μπας και μας χαμογελάσει κι εμάς η τύχη και γλιτώσουμε τα βάσανα του χωριού. Βαρέθηκα ν ακούγω τα μαξούλια, θάχουμε δε θάχουμε. Να κερδίσουμε το λαχείο να πάμε σε καμμιά πόλη να ζήσουμε σαν άνθρωποι. (Η μανία της φυγής ήταν από τότε στο μυαλό όλων)

Ο Μαστραντώνης συμφώνησε. Μπήκαν στο μαγαζί του πατέρα μου κι αγόρασαν από ένα λαχείο. Πέντε δραχμές κόστιζε κι η κλήρωση γινόταν κάθε μήνα. Κι ο πρώτος αριθμός κέρδιζε 100.000 δρχ.


Καφενείο στο Παπάδο, ~1935 με τα γυαλιά Γρηγόρης Κωνσταντέλια, δεξιά Μιχαλάκης Ονυφριάδης, και τέρμα δεξιά ο Θεοφάνης Μουρόπουλος

Όταν γύρισαν στο καφενείο ο Γρ. Κωσταντέλιας έβγαλε ένα τεφτεράκι απ την τσέπη του κι είπε στο Μαστραντώνης «Δωσ’ μου το λαχείο να γράψω τον αριθμό στο τεφτεράκι μου μαζί με τον αριθμό του δικού μου και να τα φυλάξουμε στα σπίτια μας μην τα χάσουμε. Θα δούμε στην εφημερίδα άμα γίνει η κλήρωση αν κέρδισαν ή όχι»

Ο Μαστραντώνης έβγαλε το λαχείο και ο Γρ. Κωσταντέλιας έγραψε στο τεφτεράκι του και τους δύο αριθμούς.

Πέρασαν οι μέρες, έγινε η κλήρωση και οι δύο φίλοι έπιναν τον καφέ τους στο ίδιο καφενείο του Βράκα. Ήταν βράδυ κι είχαν ανάψει τα φώτα. Κάποια στιγμή, κάπως αδιάφορα ο Γρ. Κωσταντέλιας έπιασε από το διπλανό τραπέζι την εφημερίδα που είχε το καφενείο για τους πελάτες. Ήταν το «ΦΩΣ» που έβγαζε στη Μυτιλήνη ο Αθ. Γκράβαλης. Έριξε μια ματιά και πάλι κάπως αδιάφορα είπε «Έγινε η κλήρωση, να κι οι αριθμοί. Για να δούμε και τα δικά μας τα λαχεία. Όχι πως περιμένουμε να κερδίσουμε αλλά να μην πούμε μετά γιατί δεν τα είδαμε. Εμείς αν είχαμε τύχη θάμασταν τώρα στην πατρίδα μας ή σε κάποια πόλη».

Κι ενώ μιλούσε έβγαλε το τεφτεράκι του, το άνοιξε κι άρχισε να ψάχνει την εφημερίδα. Κάποια στιγμή έγειρε προς τα πίσω κι άρχισε να μιλά παραληρώντας.

«Παιδιά......Μαστραντώνη.......για δέστε εδώ.... για δέστε... για δέστε ο Μαστραντώνης κέρδισε τον πρώτο αριθμό... εκατό χιλιάδες....Κοιτάξτε ρε παιδιά.

Έτρεξαν μερικοί απ τα διπλανά τραπέζια κοίταξαν  την εφημερίδα και το τεφτεράκι του Γρ. Κωσταντέλιας και βεβαίωσαν όλοι ότι πράγματι ο αριθμός που ήταν γραμμένος στο τεφτεράκι ήταν αυτός που έγραφε η εφημερίδα πως κέρδισε τον πρώτο αριθμό.

Ο Μαστραντώνης ατάραχος ,ανέκφραστος, λες κι επρόκειτο για άλλον δεν έβγαλε λέξη. Όταν πια συνήλθε ο Γρ. Κωσταντέλιας είπε με έντονο ύφος και με κάποια αγωνία « Μαστραντώνης που είναι το λαχείο; Πού το έχεις;» «Στο μαγαζί στο συρτάρι» απάντησε εκείνος. « Έ τι κάθεσαι; Τρέξε φέρτο να δούμε αν είναι αλήθεια» είπε επιτακτικά ο Γρ. Κωσταντέλιας. Ο Μαστραντώνης σηκώθηκε αργά και επιβλητικά κι έφυγε για το μαγαζί του, ενώ όλοι στο καφενείο σχολίαζαν το μεγάλο αυτό γεγονός. Σε λίγο γύρισε ο Μαστραντώνης κρατώντας το λαχείο. Το παρέλαβαν με την εφημερίδα κι είδαν πράγματι ότι ήταν ο ίδιος αριθμός που κέρδισε το πρώτο λαχνό. Οπότε ο Γρ. Κωσταντέλιας διέταξε τον καφετζή. «Πάρε σαλάμια, παστουρμά, μορταντέλα, τυριά και φτιάξε μεζέδες και φέρε μας καραφάκια ούζο και βάλε το γραμμόφωνο να παίζει. Κι άρχισε το γλέντι κι οι χαρές. Κι αφού ήπιαν κι έφαγαν για καλά ο Γρ. Κωσταντέλιας είπε πάλι «Τι καθόμαστε, πάμε στη Μυτιλήνη να συνεχίσουμε το γλέντι μας στη ΦΕΜΙΝΑ και το πρωί που θα φέρει το βαπόρι στην τράπεζα τον επίσημο κατάλογο θα εισπράξει ο Μαστραντώνης τα λεφτά και γυρίζουμε. Έτσι Μαστραντώνη;»

Ο Μαστραντώνης συμφώνησε. Έστειλαν κάποιον να φωνάξει τον Μήτσο Αγγελή που είχε το πιο καινούργιο αυτοκίνητο κι επειδή δεν είχαν μετρητά για τη συνέχεια του γλεντιού στη ΦΕΜΙΝΑ έστειλαν και κάποιον άλλον στον Π. Μοσχόβη και του ζήτησαν να δώσει ένα πεντακοσάρικο για λογαριασμό του Μ. που κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου.

Αφού τακτοποιήθησαν όλα μπήκαν πέντε άτομα στο αυτοκίνητο κι έφυγαν για τη Μυτιλήνη. Δεν θυμούμε ποιοί ήταν οι άλλοι τρείς της παρέας.

Πήγαν στη ΦΕΜΙΝΑ όπου ο Γρ.Κωσταντέλιας ήταν πολύ γνωστός γιατί έπαιζε στην ορχήστρα του κέντρου ορισμένες ημέρες της εβδομάδος, ήπιαν και κει, έφαγαν, τραγούδησαν, έκαναν παρέα με τις σερβιτόρες που είχε το μαγαζί, ώσπου ξημέρωσε. Πλήρωσαν και έφυγαν για το καφενείο του Γιαμουγιάννη στη προκυμαία. Εκεί ήπιαν καφέδες για να συνέλθουν απ το μεθύση και το ξενύχτη. Θα περίμεναν ως τις 10 η ώρα που θα ερχόταν το ΑΡΝΤΕΝΑ  (το πλοίο της γραμμής) να φέρει στην τράπεζα τον κατάλογο.

Κατά τις 9:30 ένας μικρός έφερε στο καφενείο τις τοπικές εφημερίδες. Ο Γρ. Κωσταντέλιας πήρε στα χέρια του το ΦΩΣ και διάβαζε. Κάποια στιγμή πέφτει πάλι πίσω στην καρέκλα και φωνάζει «Παιδιά.... παιδιά...για δέστε εδώ... για δέστε εδώ... βλέπω καλά... ή είναι απ το πιοτό» Κοιτάζουν και οι άλλοι και τι διαβάζουν!!!

Ο τίτλος ήταν « ΛΑΘΟΣ ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ και η συνέχεια στο χθεσινό μας φύλλο εγράφει εκ παραδρομής ότι ο αριθμός τάδε κέρδισε τον Α΄Λαχνό του λαχείου του Στόλου. Πρόκειται για λάθος. Ο αριθμός αυτός δεν κέρδισε αλλά ο αριθμός τάδε είναι εκείνος που κερδίζει. Παρακαλούνται οι αναγνώστες μας να μας συγχωρέσουν.

 Πάγωσαν όλοι κι έμειναν σιωπηλοί κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Ο Μαστραντώνης έκανε την συνηθισμένη του κίνηση, έβγαλε το πακέτο, το άνοιξε, πήρε ένα τσιγάρο, το άναψε, χωρίς να κάνει καμμιά γκριμάτσα, ατάραχος κι ανέκφραστος χωρίς να πει λέξη.

Κάποια στιγμή γύρισε προς τον Γρ.Κωσταντέλιας που καθόταν κι αυτός σιωπηλός και του είπε κάπως αυστηρά «Γρηγόρη, εσύ το έκανες αυτό;» Τι λες Μαστραντώνη πώς σκέφθηκες τέτοιο πράγμα. Εγώ να κάνω κάτι τέτοιο; Σ’ ορκίζομαι στην τιμή μου, στο βιολί μου, στο......»  Γρηγόρη ποιός το έκανε;» ξαναρώτησε ο Μαστραντώνης.

«Κανένας, κανένας Μαστραντώνη, μη σκέπτεσαι τέτοια πράγματα. Μόνο του έγινε. Αλλά μην στεναχωριέσαι, είμαστε πέντε άτομα που γλεντήσαμε. Θα λογαριάσουμε τα έξοδα όλα μέχρι δεκάρας και θα πληρώσει ο καθένας μας το ρεφενέ του. Θα τα διαιρέσουμε εις πέντε. Ε και τι έγινε; Αυτό το λάθος ήταν αφορμή να κάνουμε κι εμείς ένα καλό γλέντι. Δεν είμαστε και μεις άνθρωποι; Όλο δουλειά και στεναχώριες Άϊντε πια. Το ρίξαμε και μεις μια μέρα έξου. Ε και τι έγινε; Δεν είμαστε παντοτινοί όλα εδώ θα μείνουν.......» Είπε κι άλλα ο Γρ. Κ. ώσπου ο Μαστραντώνης σηκώθηκε και είπε «Πάμε».

Γύρισαν στο χωριό σαν βρεγμένες γάτες. Σιγά –σιγά ξεχάστηκε κι αυτή η περιπέτεια.

Τώρα τι είχε συμβεί; Ο Γρ.Κωσταντέλιας στη ΦΕΜΙΝΑ που έπαιζε γνωρίστηκε με τον Αθ. Γράβαλη ιδιοκτήτη- διευθυντή της εφημερίδας ΦΩΣ. Πρόσφυγας κι αυτός απ το Αϊβαλί, μεγάλος πότης και γλετζές. Μάλιστα το θυμάμαι που ήρθε μια χρονιά σε προεκλογική περίοδο μαζί με τους υποψηφίους βουλευτές του κόμματος του Γεωργίου Κονδύλη. Ήταν κι αυτός υποψήφιος στον συνδυασμό Λέσβου. Είχαν καθίσει όλοι στο Χαζνέ στη Πέρα- Βρύση, μπροστά σ ένα τραπέζι γεμάτο ποτήρια ούζου και μεζέδες κι ένας- ένας έβγαζαν λόγο ενώ οι υπόλοιποι έπιναν. Όταν μίλησε ο Αθ. Γκράβαλης με μια φωνή βραχνή ενώ ήταν τύφλα στο μεθύσι, τελειώνοντας είπε: « Εμένα Να κι αν με ψηφίσετε, Να κι αν δεν με ψηφίσετε» Και ανεβοκατέβασε τη δεξιά του παλάμη ανάμεσα στα σκέλια του.

Μ’ αυτόν λοιπόν τα κανόνισε ο Γρ.Κωσταντέλιας κι έφτιαξαν αυτή τη φάρσα.

Τώρα πια που όλοι τους έφυγαν απ αυτόν τον κόσμο εδώ και χρόνια και λίγοι θα ζουν απ αυτούς που τους γνώρισαν, ας γίνει τούτη η διήγηση μου αιτία γι αυτούς που τους γνώρισαν να τους θυμηθούν, για δε τους νεώτερους που δεν τους πρόφτασαν ας γίνει μια νοερή γνωριμία για να διαπιστώσουν ότι και οι παππούδες τους και πρόπαππούδες τους, αν και δεν είχαν καμμιά μόρφωση κι ήταν εντελώς αγράμματοι οι περισσότεροι, διέθεταν πνεύμα και χιούμορ.