Wednesday 21 October 2020

Η συγκομιδή των ελαιών - Δημοσθένης Π. Μελανδινός (1902)

Μυτιληνιός ταϊφάς

Τότε άλλη πανήγυρις ήτο η συγκομιδή των ελαιών εν τω καιρό του χειμώνος. Επί μήνα εν καιρώ ευτυχούς εσοδεία, διακοπτομένων των μαθημάτων, τέκνα και γονείς συναποφέροντες επί ημιόνων τα ανακαιούντα σκεύη και έπιπλα και ακολουθούμενοι από τους ραβδιστάς και τις μαζώχτριες, μετωκούμεν εις τας σκεπαστάς και τους πύργους των ελαιοκτημάτων προς συλλογήν του ελαιοκάρπου. Εκεί του όρθρου βαθέως εγειρόμενοι και εφοδιαζόμενοι δια των εφοδίων της ημέρας, απηρχόμεθα ψηλαφούντες πολλάκις εν τω σκότει εις τα πλησίον ή μακράν της κατοικίας κείμενα κτήματα, ένθα οι μέν ραβδισταί ανερχόμενοι επί των ελαιόδεντρων και ραβδίζοντες δια μακρών ράβδων, των τεμπλών, τον ελαιόκαρπον, έρριπτον αυτόν βροχηδόν κατά γης· αι δε μαζώχτριες, φέρουσιν την γραφικήν του Πλωμαρίου ενδυμασίαν και ως εν σειρά παρατάξεως οκλαδόν καθήμεναι, εσπευσμένως δια των δύο χειρών, εμάζευον, τον εις της πεζούλαις και τα πλευρά του κτήματος, ερριμένον ερυθρομέλανα καρπόν της ελαίας, όν επανειλημμένως έρριπτον εντός των προ αυτών καλαθίδων. Εν τη εργασία ταύτη, ασχολουμένων μόνον των χειρών, το στόμα ήτο ελεύθερον και αυτό να τεθή εις κίνηση. Διο εδώ μεν ήκουε τις διαφόρους συνομιλίας ή εύφυολογίας, κινούσας τον γέλωτα, εκεί δ’άλλος ήκουε τα περιπαθώς αδόμενα τραγούδια των μαζωχτριών και των ραβδιστών, τα οποία γλυκέως αντήχουν εις τα ελαιόφυτα εκ της ρίγανης και αξύστου και δεντρολιβάνου και φασκομήλου και άλλων αρωματωδών φυτών ευωδιάζοντα γραφικώτατα βουνά του Πλωμαρίου, και δι’ών εξεφράζοντο τα ποικίλα της ψυχής συναισθήματα. Ταύτα κατά συνειρμόν ιδεών μοι φέρουσιν εις την μνήμην μιαν συμπαθή και σεμνήν μαζώχτιάν μας, ήτις ηγάπα νέον τινά εξ άλλου τινός χωρίου, παρ’ ού νέου σφοδρώς και εκείνη αντηγάπατο και μόνο οι γονείς αυτής αδυσωπήτως αντέτασσον εις την ένωσιν ταύτην πείσμονα άρνησιν. Η δια τούτου δυστυχής μαζόχρια, μαζεύουσα ελαίας, ήθελε ν’απομονούνται δια να κλαίη τον κρυφό της πόνον της, δια τον οποίον εικονικότατα παριστώσι τα μόλις εκ των χειλέων αυτής εξερχόμενα δίστιχα:

Ω θάλασσά μου γερανιά, που τα ποτάμια πίνεις,
πιε μου κι εμέ τα δάκρυα πλατύτερα να γείνης.
Σαν έλθης κ’ εύρης λείψανο μέσα στο κρύο χώμα
και τότε, γλυκειά ’γαπη μου, θα σ’αγαπώ ακόμη….

Ο δε νέος διερχόμενος πότε πλησίον ενός κτήματός μας και ιδών μακρόθεν το ίνδαλμα τούτο της καρδιάς του, υπεχώρησεν εις το ισχυρόν αίσθημά του και αφήσας την λυσίπονόν του φωνήν ετραγώδησεν ανά τους φάραγγας και τα άλση εκείνα με παράπονον:

Ω ουρανέ, μη βρέξης πειά, κάνε μ’αυτή τη χάρι,
κ’εγώ με τα ματάκια μου ποτίζω το χορτάρι.
Θολόνουνε τα μάτια μου και τρέμει η καρδιά μου,
μήπως σε χάσω, αγάπη μου, από την αγκαλιά μου.

Ευτυχώς όμως δεν έχασεν ο νέος ούτος την αγάπην του, διότι ακολούθως τη μεσολαβήσει σεβαστού προσώπου ετελέσθη το συνοικέσιο τούτο· οι δε διά των ευλογιών της Εκκλησίας, των ευχών των γονέων και της αγάπης συναρμοσθέντες τότε νέοι, ζώσι και σήμερον ευτυχείς.
Αλλ’ επανέλθωμεν είς το μάζευμά μας. Εβράυαζεν η ημέρα, και ημείς παραλαμβάνοντες πάντα επεστρέφομεν οίκαδε. Εκεί συναθροισθείσαι ελαίαι ερρίπτοντο εις αποθήκην μεγάλην, την λεγόμενην παττήν και ηλατίζοντο δι’ιδιάζοντος τρόπου, εποτίζοντο και εδένοντο τα ζώα είς τους σταύλους των, ετακτοποιούντο όλα είς τας οικείας θέσεις, και είτα συναθροιζόμενοι πάντες εν τη σκεπαστή πέριξ της εκ χονδρών κορμών δένδρων εξαπτούσης εν τη εστία πυράς, ανεπαυόμεθα εν μακαρία ευδαιμονία ακούοντες τας διηγήσεις και τα ανέκδοτα των εμπειροτέρων. Ακολούθως δειπνούντες μετ’ ορέξεως ταώνος, ερριπτόμεθα άνευ βεβαίως φαρμάκων κατά της αϋπνίας είς τας γλυκείας του Μορφέως αγκάλας, έστω και επί σκληροτάτης, κλίνης, όπως εν ευθυμία και χαρά πορευθώμεν την επομένην εις το αθροιστικόν μας έργον. Τότε εγώ ήμην ο Ερμής του πατρός μου, άλλοτε κομίζων παραγγελίας αυτού εις τους ραβδιστάς ή της μαζόχτριες και άλλοτε στελλόμενος υπ’ αυτού κατεσκόπευον μη δραπετεύσωσι τα ανά το κτήμα βρίσκοντα υποζύγια. Η δε η εργασία μου αύτη γενναίως ημείβετο την εσπέραν διά γενναίας δόσεως γλυκυτάτων ισχάδων και ευγεύστων καρύων, ιδίως δε διά περιπετειώδους τινός και πλήρους δρακόντων και νηρηΐδων παραμυθιού της γιαγιάς μου.

Ούτω εξηκολούθει η συνάθροισις των ελαιών μέχρι το απομαζώματος. Τότε, κατ’ επικρατήσαν έθιμον, ερρίπτοντο αθρόως πυροβολισμοί, την δ’εσπέραν παρεσκευάζοντο είς το μέλι πνιγόμενοι φουσκωτοί λουκουμάδες και παρετίθετο είς άπαν το εργασθέν προσωπικόν πλούσιον δείπνον, καθ’ο γενναίος έρρεν ο ρωστικότατος πλωμαρίτικος οίνος και ανεπέμποντο οι μάλλον διάπυροι και ειλικρινείς ευχαί υπέρ γενναιοτέρας καρποφορίας των κτημάτων και ευημερίας του αφεντικού. – Ιδού πως τότε η εργασία συνδυαζόμενη μετά της ολογαρκείας και της ευθυμίας παρείχεν υγεία και ευτυχίαν είς τους ανθρώπους.

Εν Μυτιλήνη 1902

Δημοσθένης Π. Μελανδινός

Απόσπασμα από το διήγημα «Τότε και τώρα» από το Ημερολόγιον «Η Λέσβος» 1912 της Χαρίκλειας Π. Μελανδινού. Εν Κωνσταντινούπολει 1911

Tuesday 20 October 2020

Ο Μιναρές - του Μίλτου Κουντουρά και η λογική της καρδιάς


Σκόπελος, δεκαετία '30 μικρό απόσπασμα φωτογραφίας από κάρτ ποστάλ του Παναγιώτη Κεμερλή

Ο Μίλτος Κουντουράς

Άκουσα ένα τραγούδι μακρόσυρτο και θλιβερό απόψε που ετάραξε την ψυχή μου. Η νύχτα ήτανε γαλήνια και το κολοβωμένο φεγγάρι ακόμη δεν είχε βγει να φέρει τη μυστική ανησυχία, να ταράξει και να εξαφανίσει τ’άστρα που ανύποπτα τώρα έβλεπαν άπληστα τη γη και διηγιόνταν ανάμεσό του παλιές ιστορίες. Την ψυχή μου που αρκετή ώρα την εβύθιζε σε ακατάληπτη αποχαύνωση ο μονότονος ήχος του ρολογιού και ο πένθιμος μα γλυκειός τόνος της κουκουβάγιας και δεν κατόρθωνε να τηνε ξυπνήσει το μακρινό ούρλιασμα κάπιου σκύλου ή καμιάς πόρτας μακρυά το γοερό ανοιγοκλείσιμο – την ψυχή μου απόψε ετάραξε το μακρόσυρτο και θλιβερό ανατολίτικο τραγούδι που μου θύμισε την παλιά, την παλιά, τη γνώριμη και για πάντα χαμένη μελωδία του μουεζίνη.
          Αχ, όμορφο και γλυκό τραγούδι του μουεζίνη, που ακούοντας το σκοπό που γεννήθηκα, που μεγάλωσα ακούοντάς σε και που νανούρισες τα πιο χαριτωμένα χρόνια της νιότης μου, αχ, με τι νοσταλγία σε θυμούμαι, τώρα!
         Εζούσα τότε ξένοιαστός κ’ ευτυχισμένος στην αγκαλιά τη ζεστή της μαννούλας μου, εζούσα παντοτινά παίζοντας με την αδελφούλα μου, κι ακούοντας τις ιστορίες του πατέρα μου που μου ζωγράφισαν κάποια νέα παραμυθένια, ένα μέλλον της φυλής μου ρόδινο κι ονειρευτό που έπρεπε ν’αγαπώ και να γυρεύω πάντα την πραγματοποίηση του…
          Το θυμάμαι τώρα… Ήτανε γλυκό το τραγούδι του μουεζίνη το θλιβερό και μεθυσμένο από τον πόνο. Μα έπρεπε να μισώ το τραγούδι εκείνο τότε που εμπόδιζε να δω ζωντανεμένες τις ιστορίες του πατέρα μου. Κι όταν τη μέρα με τους φίλους μου το μουεζίνη ν’αργογυρίζει στο στρογγυλό μπαλκονάκι του αψηλού μιναρέ, μια προσευχή έβγαινε από την ψυχούλα μας, που μαθαίναμε από τους πατέρες μας: να γκρεμιστεί από το ύψος του μιναρέ ο μουεζίνης.
           Κι όταν τη νύχτα άκουα πάλι το τραγούδι του μουεζίνη, έπεφτα στην αγκαλιά της μάννας μου, μα τα μάτια μου αφηρημένα στρεφόντανε προς τα εκεί και είχα τ’αυτιά μου στηλωμένα προς το τραγούδι του μουεζίνη. Έμαθα να φοβούμαι το τραγούδι αυτό, κι όμως με αγάπη περίμενα την ώρα που θα ξανακουστεί και με λύπη περίμενα την ώρα που θα ξανακουστεί και με λύπη περίμενα το τέλος του. Ήταν γεμάτο πόνο κι αγάπη για κάτι άγνωστο και μακρινό… Αχ με πόση αγάπη έτρεχα με τη γιαγιά μου στο παράθυρό της για να δω το μουεζίνη που ανεβασμένος κοντά στα σύννεφα στόλιζε τον μιναρέ του με τα φαντασμαγορικά του καντήλια, μες τη νύχτα, και ν’ακούω τον πονεμένο σκοπό του! 
            Τώρα πια η γιαγιά μου είναι πεθαμένη, στο μιναρέ έχτισαν οι κουκουβάγιες και το τραγούδι του μουεζίνη δεν ακούγεται πια! 
            Ω γλυκειά και πονεμένη μελωδία που σε μισούσα ενώ πολύ σ’αγαπούσα κι όλας! Ήσουνα σαν το χασίς που μ’έριχνε σ’ένα όνειρο τη χαμένη για πάντα εκείνη τη ζωή, καθώς που και τότε ήθελα να σ’ακούσω για να ονειρεύομαι το παράδεισο που το σκληρό χέρι ενός ευεργέτη και σωτήρα μου το αφήρεσε και που η ανάμνησή του τώρα με φέρνει σε απελπισία.
          Αχ, σε μισούσα κι όμως ήθελα παντοτινά να σ’ακούσω! Αχ σ’αγαπώ τώρα πολύ και θέλω πάλι να σε ξανακούσω για να ξαναζήσω σε όνειρο τη χαμένη εκείνη πάντα ζωή, καθώς που και τότε ήθελα να σε ακούω για να ονειρεύομαι το θρυλικόν εκείνο ψευτόκοσμο που μου επαγγέλονταν τα παραμύθια του πατέρα μου…
           Ζούσα τότε σ’ένα όνειρο μίσους και σ’ένα όνειρο αγάπης. Φανταζόμουνα τότε τον εαυτό μου τυλιγμένο στον κόκκινο χιτώνα του μαρτυρίου, ενώ ήμουνα μαλακά χωμένος στο χαρεμικό και πορφυρένιο πέπλο ηδονής…Ονειρευόμουν μιαν άσπρη κι ανέφελη ζωή χαράς κ’ ενέργειας κ’ ελευθερίας κι απόχτησα τώρα τη γεμάτη δυσωδία πραγματικότητα και το άχαρο και ξεθωριασμένο μίσος των δικών μου.
          Ω, ανάθεμά σας αδέλφια μου που ήρθατε να με απολυτρώσετε από τον ηδονικό ζυγό του μουεζίνη και μου καταστρέψατε τις δυνατές και κόκκινες λαχτάρες και τα όνειρα του Μίσους και της Αγάπης. Μου ξεπλύνατε και ξεθωριάσατε όλα τα βαθειά και δυνατά και παθητικά χρώματα της ψυχής μου και με διδάξατε να συμπαθώ ό,τι δυνατά έμαθα ν’αγαπώ…
          Αχ, θλιμμένη μελωδία του μουεζίνη πόσο ταιριάζεις τώρα με τη ψυχή μου και πόσα γκρεμισμένα ερείπια ωραίων κόσμων μου φανέρωσες απόψε!
          Μα κρίμα! Ψεύτικο και το τραγούδι αυτό που άκουσα απόψε… Ήταν ένα θλιμμένο παράπονο κάποιου ανατολίτη που τον τραβάνε αύριο στο Μέτωπο να του δολοφονήσουν τη ζωή το, αφού πρωτύτερα του δολοφόνησαν την ψυχή του

Χίος 30 Απριλίου 1917, Μίλτος Κουντουράς

[Ο μιναρές του Σκοπέλου, που ενέπνευσε τον Μίλτο Κουντουρά, δεν υπάρχει σήμερα. Ο μόνος μιναρές της Γέρας είναι εκείνος του Μεσαγρού, που αργά αλλά σταθερά νικιέται από το χρόνο και από την ανεξήγητη (;) αδιαφορία των αρμοδίων!
Νέα Φιλαδέλφεια, 21 Σεπτεμβρίου 2007

Ευαγγελία Καπετάνιου

Εφημερίδα Γέρα 2007]

Κι ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Βασίλης ο Αρβανίτης" του Στράτη Μυριβήλη σχετικά με τη συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στη Λέσβο.

"Είχαμε και κάμποσους Τούρκους στο χωριό κείνα τα χρόνια και μεγάλη έχτρα στεκόταν ανάμεσα στις δυο φυλές. Ειρηνικά περνούσαμε, όμως απ' έξω απ' έξω, όσο ο ένας είχε την ανάγκη τ'αλλουνού. Αυτοί βαστούσαν την εξουσία, εμείς τα χτήματα, την εξυπνάδα και τον παρά. Χώρια οι καφενέδες μας, χώρια τα γλέντια, χώρια κ΄οι γιορτές" 



Wednesday 14 October 2020

Τ’ Κανάτ’ς υ μύλους (Νερόμυλος Κανάκη)




Η συνύπαρξη ενός μνημείου της φύσης με ένα μνημείο του πολιτισμού 

Στο δρόμο Μυτιλήνης-Πλωμαρίου και σε απόσταση 900μ. από τη διασταύρωση προς το Σκόπελο, υπάρχουν τέσσερα τμήματα του Μύλου του Κανάκη. Ήταν ψιλός, με εσωτερικό βαγένι, καμάρα και δεξαμενή νερού στο πίσω τμήμα. Σήμερα το κτίριο και η φτερωτή του μύλου δεν υπάρχουν πια. Σώζεται όμως το κανάλι τροφοδοσίας του μύλου νερό στη κορυφή του πέτρινου τοίχου, ο οποίος έχει μια πολύ ωραία κάμαρα. Στη δεκαετία του ’30 τον λειτουργούσε ο Στρατής Παπαργυρίου και ως τελευταίος ιδιοκτήτης αναφέρεται ο Σταυρινός.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ο Πλάτανος που φύτρωσε επάνω από την κάμαρα και οι δύο ρίζες του, παράλληλες και οριζόντιες, διατρέχουν όλο το μήκος του κτίσματος μέσα στα αυλάκια που άφησε η ξυλοδεσιά του μύλου.

Μάκης Αξιώτης.

Από το Ημερολόγιο του 2014
του Παγγεραγωτικού Συλλόγου Μυτιλήνης
Μνημεία του νερού στη Γέρα
(Όπου κυλά νερό ριζώνει ο άνθρωπος
και βλασταίνει ο πολιτισμός)


 

Thursday 8 October 2020

Το Ταλκοτριβείο – Ελαιοτριβείο στα Τσίλια


Από το 1870 έως το 1930 η Μυτιλήνη έκανε τεράστιες εξαγωγές σαπουνιού το οποίο ήταν ένα από το μεγαλύτερο μέρος εσόδων του νησιού. Ιδίως το Πλωμάρι ακολουθούμενο από τη Γέρα, είχαν τα πρωτεία στη παραγωγή σαπωνιού. Το 1912 αποτελούσε το 1/3 των παραγόμενων βιομηχανικών προιόντων. Τα σαπουνοποιεία που υπήρχαν την περίοδο αυτή ήταν το 1883, 35 τον αριθμό και ως το 1928, 55. Ένα από τα υλικά τα οποία κατ’ αναλογία αποτελούσε το σαπούνι ήταν ο ασβεστίτης, παρόλο αυτά επικράτησε να λέγεται η πρόσμιξη ότι είναι με ταλκ, καθώς και τα δύο έχουν την όψη λευκής σκόνης. Το κοινό σαπούνι ήταν με γλοιώδη και λιπαρή μορφή και η πρόσμιξη ταλκ, είχε αναλογία 5-30%, ενώ κάνοντας κατάχρηση αυτής της αναλογίας έφτανε να είναι και πάνω από 50% και να αποτελεί νοθεία στο προϊόν.

Η νόθευση του σαπουνιού με ταλκ που είχε εξαπλωθεί τόσο στη Λέσβο την εποχή της οθωμανικής περιόδου, προκάλεσε την έκδοση Βυζηρικού απαγορευτικού διατάγματος με αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών σαπουνοποιείων με όλα τα επακόλουθα.

Ως ορυκτό ήταν μια από τις πρώτες ύλες και απαραίτητο για τη παρασκευή του σαπουνιού. Τα νταλκοτριβεία ή νταλκοσπαστήρια κονιορτοποιούσαν το ορυκτό και το διέθεταν στα σαπωνοποιεία. Στη Μυτιλήνη αναφέρονται λίγες τέτοιες μονάδες, όπως στο Πέραμα, Καργιές των Αδελφών Πασπάτη (1910), Πέραμα Αδελφών Χατζηβασιλείου (1912), Θρασύβουλου Μελανδινού και Ευστάθιου Γιαλούρη στη Μελίντα Πλωμαρίου (1912). Οι αναφορές για το Ταλκοτριβείο στα Τσίλια Γέρας ως τώρα είναι μηδαμινές. Από έρευνα που είχε γίνει από το ΕΚΤ (Σιφναίου, Ολυμπίτου, Βαλλίνα) οι μόνες πληροφορίες που μας διέθεσαν στο διαδίκτυο είναι από το τίτλο «Ελαιοτριβείο - Ταλκοποιείο - Γιαλούρης – Ουίλκινσον» και μια σειρά από φωτογραφίες. Το ταλκοποιείο αναφέρεται λειτούργησε από το 1850 ως το 1915 και ότι η μεταφορά του ορυκτού γινόταν με σιδηρογραμμές επάνω στο οποίο εκινείτο βαγόνι την κατασκευή της οποίας πραγματοποίησαν δύο Άγγλοι. Αργότερα μετατράπηκε σε ελαιοτριβείο, συνάμα υπήρχε τελωνείο και σκάλα που εξυπηρετούσε τις μεταφορές. Το οριστικό τέλος του αναφέρεται σε πυρκαϊά. Από ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελεύθερος Λόγος» της 1ης Ιουνίου 1921, αναφέρεται και ένας εκ των ιδιοκτητών, καθώς υπογράφει ένα κείμενο ως «Ευστάθιος Β. Γιαλούρης, τέως πρόεδρος Παλαιοχωρίου». Ο ίδιος αναφέρεται και σε οδηγό του 1912 ως ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου αλλά και του προαναφερόμενου ταλκοτριβείου στη Μελίντα μαζί με τον Θρασύβουλο Μελανδινό. Το όνομα Ουίλκινσον δεν έχει αναφερθεί πουθενά ως ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου ή σαπουνοποιείου. Μια εικασία είναι ότι δεν πρόκειται για τον Ουίλκινσον αλλά παράφραση για τον πολυσχιδή Άγγλο υποπρόξενο Άκτινσον (Richard Hadkinson) που την ίδια εποχή στα Πάμφιλα το 1880 είχε δημιουργήσει ελαιοτριβείο, σαπωνοποιείο και πυρηνεργοστάσιο. Μια άλλη πληροφορία είναι ότι οι μυλόπετρες του βρίσκονται σήμερα στο μουσείο Μουφλουζέλλη στη Καλλονή. 


Νεότερο διαφημιστικό που δείχνει επίσης και την αλλαγή ενός εκ των ιδιοκτητών



Παναγιώτης Αγιακάτσικας

Βιβλιογραφία
1. Εργοστάσια στη Γέρα, Μάκη Αξιώτη εφημερίδα ΓΕΡΑ, 1991
2. Τα Τσίλια, Γιώργιος Αβαγιανός εφημερίδα ΓΕΡΑ, 1997
3. Ενθύμιο Σαπουνοποιείας, Σιφναίου, Σηφουνάκη, Κουτσουρίδη, 2002
4. Λέσβος, Οικονομική και Κοινονική, Ιστορία (1840-1912), Ευρυδίκη Σιφναίου, 1996
5. «Γεραγώτικοι Αντικατοπτρισμοί», Κλαίρη Μαυρομάτου, Χατζηκωντσαντή, 2001
6. Ημερολόγιο «Η Λέσβος», Χαρίκλειας Π. Μελανδινού, 1912
7. Γεωλογία – Μάκης Αξιώτης
8. Φωτογραφίες «Γεραγώτικοι Αντικατοπτρισμοί», Κλαίρη Μαυρομάτου, Χατζηκωντσαντή, 2001